Η δραματική επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος θα σημάνει και την επιδείνωση της αναλογίας ασφαλισμένων προς συνταξιούχους γεγονός που καθιστά το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα αναποτελεσματικό. Και άρα προκύπτει η ανάγκη να «μοιρασθεί» ο ασφαλιστικός κίνδυνος και σε άλλες επιλογές
Το νέο σύστημα που καλύπτει πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού των χωρών του ΟΟΣΑ έχει στόχο να διασφαλίσει τη δυνατότητα χορήγησης σύνταξης – με καλές προοπτικές – και στους νέους ασφαλισμένους όπως έγινε και στους γονείς τους.
Με τον τρόπο αυτό περιέγραψαν οι δύο υπουργοί κ. Κ. Χατζηδάκης και Π. Τσακλόγλου τις προσδοκίες του νέου κεφαλαιοποιητικού ταμείου επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για δημόσιο ταμείο, το οποίο μαζί με την κύρια ασφάλιση συνιστά τον πρώτο πυλώνα του ασφαλιστικού μας συστήματος.
Το σχετικό νομοσχέδιο που ήδη εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο πρόκειται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση από αύριο Παρασκευή και θα κατατεθεί στη Βουλή τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου.
Κατά την παρουσίαση οι δύο υπουργοί σημείωσαν τα εξής:
1. Γιατί η κυβέρνηση προχωρά στη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση. Επειδή το υφιστάμενο εξολοκλήρου διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης λειτουργεί αποτελεσματικά όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι. Κάτι πλέον δεν υφίσταται. Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους στην Ελλάδα ήταν πάνω από 4 προς 1. Σήμερα έχει μειωθεί στο 1,7 προς 1. Η αναλογία ασφαλισμένων προς συνταξιούχους επικουρικής ασφάλισης από 2,6 που ήταν το 2020 θα υποχωρήσει στο 1,7 το 2050. Αυτό σημαίνει ότι το 2050 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050.
2. Διεθνής εμπειρία. Η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στο ασφαλιστικό σύστημα δεν αποτελεί ελληνική πατέντα. Σε πάρα πολλές χώρες του ΟΟΣΑ πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού καλύπτεται συμπληρωματικά από κάποιο κεφαλαιοποιητικό πρόγραμμα ασφάλισης, ενώ σε χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Δανία, το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά προγράμματα υπερβαίνει το 80%. Επομένως η Ελλάδα προχωρά – έστω και με καθυστέρηση – στον δρόμο που έχουν ακολουθήσει πολλές χώρες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες της γήρανσης του πληθυσμού τους.
3. Η χώρα μας ακολουθεί το μοντέλο των ευρωπαϊκών χωρών που φημίζονται για την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού τους κράτους, όπως η Σουηδία, η Δανία κ.ά. Στόχος η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η δημιουργία προϋποθέσεων ώστε οι νέοι να πάρουν καλύτερες συντάξεις. Και η διασφάλιση ότι δεν θα υπάρξει καμία περικοπή – καμία αλλαγή στις υφιστάμενες συντάξεις.
4. Ατομικοί «κουμπαράδες». Βασικό χαρακτηριστικό του νέου συστήματος είναι ότι δημιουργούνται ατομικοί λογαριασμοί («κουμπαράδες») από τους οποίους θα καταβληθούν οι μελλοντικές συντάξεις των νέων εργαζομένων. Αντί δηλαδή οι εισφορές των νέων να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται, δημιουργώντας ένα αποθεματικό, από το οποίο θα πληρωθούν οι μελλοντικές τους συντάξεις. Οι εισφορές που πληρώνει ο κάθε νέος εργαζόμενος θα πηγαίνουν στη δική του σύνταξη, η οποία θα υπολογίζεται στη βάση του σωρευμένου ποσού εισφορών και αποδόσεων.
5. Ποιους αφορά το νέο σύστημα. Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης (μισθωτοί δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, δικηγόροι και μηχανικοί). Προαιρετικά θα μπορούν να ενταχθούν σε αυτό οι ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα.
6. Εισφορές. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει (6% για τους μισθωτούς και βάσει ασφαλιστικής κλάσης για τους αυτοαπασχολούμενους.
7. Η διαχείριση των κεφαλαίων. Η διαχείριση των ατομικών αυτών λογαριασμών -των ατομικών «κουμπαράδων»- θα γίνεται μέσω ενός νέου δημοσίου φορέα, ενός νέου Ταμείου που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες. Θα δημιουργηθεί περιορισμένος αριθμός προσεκτικά σχεδιασμένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων, όπου -με επιλογή του ασφαλισμένου και ανάλογα με το προφίλ του- θα επενδύονται τα κεφάλαια του «ασφαλιστικού κουμπαρά» του. Κάθε εργαζόμενος θα μπορεί να έχει τον πλήρη έλεγχο των εισφορών του και των αποδόσεών τους μέσω πρόσβασης από το κινητό ή/και τον υπολογιστή του ανά πάσα στιγμή, όπως συμβαίνει και με το e-banking.
8. Η επικουρική ασφάλιση παραμένει δημόσια. Η νέα επικουρική παραμένει το δεύτερο σκέλος της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης και θα είναι δημόσια. Το Ταμείο που θα διαχειρίζεται τις εισφορές, που θα ονομάζεται ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης) θα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Το ΤΕΚΑ θα υπόκειται σε ισχυρή κρατική εποπτεία και θα επενδύει με αυστηρά και διαφανή κριτήρια.
9. «Παλαιοί» ασφαλισμένοι και σημερινοί συνταξιούχοι. Από τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση δεν επηρεάζεται ούτε η καταβολή ούτε το ύψος των επικουρικών συντάξεων του υφιστάμενου συστήματος. Οι υφιστάμενες συντάξεις και οι συντάξεις των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν με το ισχύον σύστημα θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με βάση τους υφιστάμενους κανόνες και δεν πρόκειται να θιγούν.
Τι έδειξαν οι μελέτες
Το νομοσχέδιο συνοδεύουν τρείς μελέτες, αναλογιστική μελέτη από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, μακροοικονομική μελέτη από το ΙΟΒΕ και μελέτη βιωσιμότητας δημοσίου χρέους από τον ΟΔΗΧΧ.
Τα βασικά ευρήματα των μελετών αυτών έδειξαν τα εξής:
Αργή ωρίμανση του νέου συστήματος – Το ποσοστό κάλυψης των ασφαλισμένων από τη νέα επικουρική θα ξεπεράσει το 50% το 2045 και το 90% το 2065. Το αποθεματικό του ταμείου θα φθάσει το 31% του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070).
Το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 300 εκατ. ευρώ –κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη 10ετία εφαρμογής του νέου συστήματος.
Η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού για την περίοδο αναφοράς (2022-2070) ίση με 120 εκατ. ευρώ ή, σωρευτικά, 6 δισ. έως το 2070 (= ταμειακό κενό – επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα)
Αυτό θα συμβεί καθώς οι απώλειες εσόδων του «παλιού» ταμείου επικουρικής ασφάλισης θα αντισταθμιστούν από τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν εξαιτίας της μεταρρύθμισης.
Αύξηση εγχώριων επενδύσεων κατά 0,6% ΑΕΠ μεσοσταθμικά την περίοδο 2022-2070
Ενίσχυση της απασχόλησης (+0,4% το 2070)
Αύξηση ΑΕΠ 6-7% το 2070
Επίπτωση της μεταρρύθμισης στο λόγο Χρέους/ΑΕΠ αμελητέα έως το 2030 και πολύ μικρή έως το 2040.
Πηγή: ΟΤ