Αποκαρδιωτικά είναι τα στοιχεία της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τα ποσά που ξοδεύουν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα για στέγαση και διατροφή, καθώς αποκαλύπτουν ότι ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας.
Την ίδια στιγμή, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,39 για το 2022). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,49, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη).
Ειδικότερα, με βάση την ίδια έρευνα καταγράφεται το 2023 σε σχέση με το 2022 αύξηση στη μέση δαπάνη των νοικοκυριών κατά 5,3%.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, το προηγούμενο έτος, έφτασε στα 20.223,36 ευρώ (1.685,28 / μήνα).
Συγκεκριμένα, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές το 2023, σε σταθερές τιμές, αυξήθηκε κατά 347,16 ευρώ, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έτους 2023 που ήταν 3,5%.
Επιπλέον, το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.315 ευρώ το μήνα ενώ τα νοικοκυριά που νοικιάζουν σπίτι για να μείνουν, δαπανούν κατά μέσο όρο το 16,8% του προϋπολογισμού τους για ενοίκιο.
Όσον αφορά στο μερίδιο μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, αυτό ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:
στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%), στη στέγαση (14,1%) και στις μεταφορές (13,1%),
Το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στην εκπαίδευση και τα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό
Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα λόγω των αυξήσεων στις τιμές υπήρξε μείωση της κατανάλωσης (σε ποσότητες) σε όλα τα είδη διατροφής: ελαιόλαδο, -13,6%, οινοπνευματώδη ποτά -12,7%, Ψάρια, -11,8%, ρύζι, -10,7%, τυρί, -6,1%, κρέας -6,1%, αυγά κ.τλ.
Ανισότητα και κίνδυνος φτώχειας
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,39 για το 2022). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,49, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη) (4,21 για το 2022).
Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2022 κατά 8,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 15,7%.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,5%.
Ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,7% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (17,4% το 2022), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,8% του πληθυσμού (13,4% το 2022), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 31,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,8% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 19,6%.