Πόση συνάφεια υπάρχει μεταξύ της κατάρρευσης των δύο αμερικανικών τραπεζών και της κρίσης που διέρχεται η ελβετική Credit Suisse, πόσο εύλογη είναι η ανησυχία για το ενδεχόμενο ενός ντόμινο στην παγκόσμια οικονομία και πόσο «ανθεκτικό» είναι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στην παρούσα φάση, ανέλυσε ο Μιχάλης Γκλεζάκος, καθηγητής Χρηματοοικονομικής Πανεπιστήμιο Πειραιά, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινές Διαδρομές στο Πρώτο» με την Μαρία Γεωργίου και τον Βασίλη Αδαμόπουλο.
Οι δύο περιπτώσεις συνδέονται, ξεκαθάρισε καταρχήν ο κ. Γκλεζάκος, καθώς υπάρχει μία αφανής κοινή βάση στα δύο αυτά προβλήματα των τραπεζών στις ΗΠΑ και της ελβετικής τράπεζας, το ότι τα προηγούμενα χρόνια πουλήθηκαν πάρα πολλά ομόλογα, τρισεκατομμύρια ομολόγων, με επιτόκια κοντά στο 0, στο 1%- 2%, τα γερμανικά μάλιστα είχαν και αρνητικά. Τώρα που ανεβαίνουν τα επιτόκια, αυτά τα ομόλογα χάνουν μέρος της αξίας τους, γιατί όταν τα επιτόκια ανεβαίνουν, η αξία των ομολόγων πέφτει και το αντίστροφο, εξήγησε ο καθηγητής.
«Εδώ λοιπόν το μεγάλο στοίχημα είναι, αυτός ο ωκεανός ομολόγων που υπάρχει στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και όχι μόνο – υπάρχει στα συνταξιοδοτικά ταμεία, στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις- στο μεγαλύτερό του μέρος να μην εξαργυρωθεί, να μην ρευστοποιηθεί πριν τη λήξη του. Αυτό σημαίνει ότι όλοι αυτοί που έχουν τα ομόλογα στα χαρτοφυλάκια τους πρέπει να έχουν επαρκή ρευστότητα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις τρέχουσες ή και τις έκτακτες ανάγκες τους. Εδώ είναι λοιπόν το κλειδί και εδώ οφείλονται και τα δύο περιστατικά. Όσο οι τρέχουσες ανάγκες είναι κανονικές, δεν υπάρχει πρόβλημα. Όταν όμως παρουσιάζονται υπερβολικά μεγάλες έκτακτες ανάγκες, εκεί τα λεφτά στο ταμείο δεν φτάνουν. Και υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο ένας είναι να βρεθούν εκτάκτως τεράστια ποσά ή να χρεοκοπήσει η τράπεζα. Αυτό είχαμε στη Silicon Valley Bank που αναγκάστηκε να ρευστοποιήσει ομόλογα 20 δισεκατομμυρίων. Έκανε ζημιές άμεσα 2-3 δισεκατομμυρίων και μάλιστα αφελώς το κοινοποίησε λέγοντας ότι αφού χάσαμε αυτά τα λεφτά να κάνουμε αύξηση κεφαλαίων για να αναπληρώσουμε τα λεφτά από τις ζημιές. Και εκεί οι επενδυτές ανησύχησαν και είπαν δώστε μας τις καταθέσεις μας» ανέφερε ο κ. Γκλεζάκος.
Ερωτηθείς κατά πόσο κινδυνεύουν οι ελληνικές τράπεζες, ο κ. Γκλεζάκος, εξέφρασε την εκτίμηση ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό. Αφενός, γιατί κατά την ελληνική οικονομική κρίση ανακεφαλαιοποιήθηκαν δύο φορές, αφετέρου, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχτισε μηχανισμούς σκληρής εποπτείας και μηχανισμούς στήριξης. «Και το τρίτο, το υπερόπλο που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση και αντίστοιχο διαθέτουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και όποια χώρα έχει σκληρό νόμισμα, το ευρώ. Το σκληρό ευρώ μας δίνει τη δυνατότητα στην ΕΚΤ, δηλαδή να εκδώσει χρήμα ακάλυπτο, πέτσινο το λέει ο λαός, να εκδώσει χρήμα που δεν αντιστοιχεί σε οικονομικά αγαθά, γιατί λόγω του σκληρού νομίσματος δεν έχουμε μια υποτίμηση του νομίσματος, όπως θα γινόταν με την Τουρκία ή με κάποιο άλλο μαλακό νόμισμα. Αν χρειαστεί λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα εκδώσει μεγάλα ποσά ευρώ για να στηρίξει» προσέθεσε ο κ. Γκλεζάκος.
Από την συνεχή αύξηση των επιτοκίων, επισήμανε, είναι δύο οι μεγάλες κατηγορίες που θίγονται. Είναι οι επενδυτές που έβαλαν τις αποταμιεύσεις τους σε ομόλογα, αλλά κυρίως είναι οι δανειολήπτες οι οποίοι βλέπουν τη μηνιαία δόση να ανεβαίνει πάρα πολύ. «Σε αυτές τις περιπτώσεις, δυστυχώς το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει απαντήσεις. Αμβλύνονται απλώς από το κράτος, το οποίο όταν αντιλαμβάνεται ότι κάποιες ομάδες του πληθυσμού, κάποιοι πολίτες πληρώνουν ένα τίμημα δυσανάλογο με αυτό που τους αναλογεί, μπορεί να τους ενισχύσει, να κάνει κάτι για να αμβλύνει αυτές τις επιπτώσεις» ανέφερε ο κ. Γκλεζάκος, εκτιμώντας πως «δύσκολα» μπορεί να υπάρξει διόρθωση των επιτοκίων προς τα κάτω.
«Στόχος είναι να μειωθεί ο πληθωρισμός. Άρα αν ο πληθωρισμός δείχνει ότι υποχωρεί, αλλά όχι τυχαία και συμπτωματικά, συστηματικά ότι υποχωρεί, τότε δεν έχουν λόγο να κρατήσουν ψηλά τα επιτόκια. Μάλιστα έχει εκτιμηθεί και το πού μπορεί να φθάσουν. Έχει εκτιμηθεί ότι για το δολάριο μπορεί να φθάσουν στο 6-6,5 και για το ευρώ μάλλον στο 5. Αν στο μεταξύ υπάρχουν σημάδια αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, θα σταματήσουν να τα ανεβάζουν και θα αρχίσουν να τα κατεβάζουν» συμπλήρωσε ο καθηγητής.
Καταλήγοντας, ο κ. Γκλεζάκος, σημείωσε πως υπάρχει ελπίδα για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, αλλά θα γίνει ετεροχρονισμένα, καθώς «έχει πάρει μια φορά αυτή η πληθωριστική διαδικασία, η οποία δεν φρενάρει εύκολα». «Άρα βλέπω ότι θα πάμε σε μια λήξη αυτής της κατάστασης, αλλά ετεροχρονισμένα. Το 2023 δεν το βλέπω» συνόψισε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά.