Σημαντική επιδείνωση παρουσίασε η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών το 2022 ενώ ιδιαίτερα αρνητικές είναι οι προσδοκίες τους για το μέλλον, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (51,9%) εκτιμά ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί το 2023.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από την ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών που διαπιστώνει μεταξύ άλλων άνοιγμα της «ψαλίδας» σε ό,τι αφορά τις εισοδηματικές ανισότητες. Τη δυσχερή πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά επιβεβαιώνουν όμως και τα ευρήματα της έρευνας για τη μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών, σύμφωνα με τα οποία πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (52,4%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους επαρκεί για 18 ημέρες.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την έρευνα το 28% των νοικοκυριών δήλωσε πως το 2022 το εισόδημά του μειώθηκε (το αντίστοιχο ποσοστό το 2021 ήταν 27,4%). Για αυτά τα νοικοκυριά ο μέσος όρος μείωσης ανήλθε στο 24,1%. Το 11,7% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε (9,8% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021), με τον μέσο όρο αύξησης να ανέρχεται στο 19,5%. Το 60,1% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του παρέμεινε σταθερό (62,5% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021).
Παράλληλα η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών έναντι των υψηλότερων εισοδηματικά νοικοκυριών διευρύνθηκε. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την έρευνα το 31,2% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2022, έναντι 11% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 58,9% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Στον αντίποδα, το 22,7% των νοικοκυριών με εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 16,7% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 60,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό.
Σημειώνεται ότι με βάση τα ευρήματα της έρευνας το 82,9% των νοικοκυριών διαβιοί με ετήσιο εισόδημα έως 30.000 ευρώ, έναντι 8,1% που διαβιοί με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ.
Μισθοί και συντάξεις οι κύριες πηγές εισοδήματος
Ο μισθός και η σύνταξη αποτελούν την κύρια πηγή εισοδήματος για τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Το 44,2% δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 44,1% των νοικοκυριών δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 6% δήλωσε ως κύρια πηγή τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Για το 52,4% των νοικοκυριών το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί για 18 ημέρες
Επιδείνωση παρουσιάζουν την ίδια ώρα τα ευρήματα της έρευνας σχετικά με τη μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών. Είναι μάλιστα τα δυσμενέστερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Συγκεκριμένα, το 52,4% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Για τα νοικοκυριά αυτά το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί μεσοσταθμικά για 18 ημέρες.
Από τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα για:
– το 70,2% των πολυμελών νοικοκυριών (με 5 άτομα και άνω),
– το 59,9% των νοικοκυριών με 4 άτομα,
– το 58,8% των νοικοκυριών με τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος,
– το 68% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 10.000 ευρώ και
– το 58,7% των νοικοκυριών με εισόδημα από 10.001 έως 18.000 ευρώ.
Σε σχέση με την κύρια πηγή εισοδήματος σε δυσμενέστερη θέση βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 55,6% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα και ακολουθούν το 49,1% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 36,3% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
8 στα 10 νοικοκυριά αδυνατούν να αποταμιεύσουν
Σταθερά συντριπτικό και μάλιστα αυξημένο παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να αποταμιεύσουν. Συγκεκριμένα, πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (85,3%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.
6 στους 10 κάνουν περικοπές για να καλύψουν τα αναγκαία
Ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετωπίζει μία μερίδα πληθυσμού είναι ακόμη πως το 11,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές του ανάγκες, εύρημα που καταδεικνύει πως ένα υψηλό ποσοστό νοικοκυριών διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά (57,3%) δήλωσαν πως χρειάζεται να κάνουν περικοπές για να καλύψουν τα αναγκαία, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση τόσο με την έρευνα του 2021 (42,3%) όσο και με τις έρευνες του 2020 (47,9%) και του 2019 (48,7%).
Από την άλλη μεριά, το 24,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα καταφέρνει χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, ποσοστό που είναι σημαντικά μειωμένο σε σχέση με τις προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για τα έτη 2021, 2020 και 2019. Τέλος, μόλις το 6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι ζει άνετα.
Περίπου 4 στα 10 νοικοκυριά (39,5%) περιόρισαν τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κ.λπ.). Το 37,9% περιόρισε τις δαπάνες για ένδυση-υπόδηση, ενώ το 35,6% των νοικοκυριών ξόδεψε λιγότερα για ταξίδια.
Από την άλλη μεριά, καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησαν τις δαπάνες τους για την κάλυψη βασικών αναγκών. Ειδικότερα, το 73,7% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού, το 64,8%, για είδη διατροφής το 60,7% για θέρμανση και το 51% για μετακινήσεις.
Επιπλέον, βάσει της έρευνας, πάνω από 1 στα 3 (36,3%) νοικοκυριά καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, 1 στα 4 (25,6%) καθυστερεί να πληρώσει το ηλεκτρικό ρεύμα και το 18,8% καθυστερεί την πληρωμή λογαριασμών θέρμανσης.
Αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών με χρέη προς το Δημόσιο
Υψηλότερο σε σχέση με την έρευνα του 2021 είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσε ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία).
Συγκεκριμένα, το 20,9% δήλωσε πως το ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο έναντι του 16,8% που ήταν στην έρευνα του 2021. Το προαναφερόμενο ποσοστό (20,9%) επιμερίζεται σε 9,9% του οποίου οι ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν έχουν ρυθμιστεί (8,4% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021), και σε 11% του οποίου οι οφειλές είναι ρυθμισμένες (8,4% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021).
Το 7,9% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ το 8,7% των νοικοκυριών δήλωσε πως δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προαναφερόμενες τραπεζικές υποχρεώσεις το 2023.
Απαισιόδοξο το 52% για το 2023
Απαισιόδοξες είναι στο μεταξύ οι εκτιμήσεις των νοικοκυριών για το 2023. Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (51,9%) εκτιμούν ότι το 2023 θα χειροτερέψει οικονομική τους κατάσταση, έναντι μόλις του 15,4% που εκτιμά ότι θα βελτιωθεί και του 29,3% που εκτιμά ότι θα παραμείνει η ίδια.
Η απαισιοδοξία που εκδηλώνουν τα νοικοκυριά ως προς τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση φαίνεται ότι τροφοδοτείται κυρίως από την ακρίβεια, καθώς στο ερώτημα εάν η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τα νοικοκυριά των ερωτώμενων σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για βασικές ανάγκες το 56,7% απάντησε «πολύ», το 28,4% «λίγο» ενώ το 14,8% απάντησε πως δεν το έχει επηρεάσει.
Λογαριασμοί ρεύματος και τρόφιμα τα μεγαλύτερα «βαρίδια»
Οι αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και των ειδών διατροφής αποτελούν για σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους και ακολουθούν οι αυξήσεις στη βενζίνη (28,5%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης (23,2%).
Πώς κρίνουν τα νοικοκυριά τα μέτρα στήριξης
Ως καταλληλότερο μέτρο για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της ακρίβειας το 51,1% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων και το 28,6% η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα.
Το 41,5% των νοικοκυριών αγοράζει προϊόντα από το «καλάθι του νοικοκυριού» έναντι του 52% που δεν το αξιοποιεί. Το 61,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το «καλάθι του νοικοκυριού» δεν έχει ή μάλλον δεν έχε συμβάλει στην αποκλιμάκωση των τιμών, έναντι του 33% που δήλωσε ότι έχει ή μάλλον έχει συμβάλει.
Αρνητικά αξιολόγησαν τα νοικοκυριά κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας γενικά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Ειδικότερα το 47,3% των νοικοκυριών τα αξιολόγησε ως ανεπαρκή, το 23,4% ως μάλλον ανεπαρκή, ενώ μόλις το 17,9% και το 7,9% αξιολόγησαν τα μέτρα ως μάλλον επαρκή και επαρκή, αντίστοιχα.
Πηγή: naftemporiki.gr