Οι καταστροφικές επιπτώσεις από τις πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία εξακολουθούν να απασχολούν ακόμη και τον διεθνή Τύπο. Κι αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνει το εκτενές ρεπορτάζ των Financial Times, που επικεντρώνεται στις επιπτώσεις που θα έχουν μελλοντικά οι καταστροφές τόσο στην παραγωγή, όσο και στις τιμές της φέτας.
Όπως επισημαίνει το ρεπορτάζ, περίπου το 40% μαλακών τυριών της χώρας παρασκευάζονται από πρόβειο και κατσικίσιο γάλα που παράγεται στην κεντρική περιοχή της Θεσσαλίας και οι Έλληνες κτηνοτρόφοι έχασαν περίπου 80.000 κατσίκες και πρόβατα στην καταστροφή.
Αλλά και αυτά που διασώθηκαν θα είναι πολύ δύσκολο να συντηρηθούν, καθώς ακόμη δεν έχει υποχωρήσει πλήρως το νερό ενώ οι ζωοτροφές παρουσιάζουν μεγάλες ελλείψεις.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γάλακτος, Χρήστος Αποστολόπουλος, δήλωσε ότι “το μεγαλύτερο πλήγμα είναι ότι πολλοί κτηνοτρόφοι της περιοχής λένε ότι μετά την πλημμύρα δεν θέλουν να επιστρέψουν στο επάγγελμά τους“.
Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις και οικονομικών αναλυτών, σύμφωνα με τις οποίες -όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ- οι επιπτώσεις στην οικονομία από τη φυσική καταστροφή θα είναι μακροχρόνιες και θα πλήξουν κυρίως τις μικρές επιχειρήσεις.
Το ρεπορτάζ επισημαίνει ότι η Ελλάδα παράγει περίπου 140.000 τόνους φέτας ετησίως, εξάγοντας περίπου το 65% της παραγωγής και, σύμφωνα με τον κ. Αποστολόπουλο, το δίλημμα των παραγωγών θα είναι “πού θα στείλουν τα προϊόντα τους” και πως οι ελλείψεις θα είναι εμφανείς στην Ελλάδα.
“Όλοι μιλούν για το κόστος των πλημμυρών… σε λίγους μήνες, θα υπάρξουν αλυσιδωτές αντιδράσεις [που θα οδηγήσουν] κυρίως τις μικρές επιχειρήσεις σε κατάρρευση”, δήλωσε ο Γιάννης Καραστέργιος, σύμβουλος γεωργίας στην περιοχή. Εκτός από το χαμένο ζωικό κεφάλαιο, είπε ότι πολλές αποθήκες δεν μπόρεσαν να επισκευαστούν, με τους αγρότες να χάνουν τόνους ζωοτροφών.
“Χρόνια σκληρής δουλειάς καταστράφηκαν μέσα σε δύο ημέρες”, δήλωσε ο Καραστέργιος. “Δεν είναι εύκολο να ξαναδημιουργήσεις αποθήκες και να στήσεις ένα κοπάδι από το μηδέν”.
Όλα τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν σε μια ήδη πολύ δύσκολη κατάσταση, καθώς οι τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων, λόγω πληθωρισμού έχουν ήδη αυξηθεί κατά 40% τα τελευταία δύο χρόνια.