Περισσότερο φόρο κινδυνεύουν να πληρώσουν όσοι φορολογούμενοι πέσουν στην παγίδα των τεκμηρίων, αφού το ύψος του φόρου στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται με βάση το τεκμαρτό εισόδημα και όχι εκείνο που δηλώνεται.
Το τεκμαρτό εισόδημα, δηλαδή το ποσό φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια της Εφορίας, συγκρίνεται με το συνολικό ετήσιο πραγματικό δηλωθέν εισόδημα του φορολογουμένου από όλες τις πηγές (με το άθροισμα των επιμέρους εισοδημάτων από μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, ακίνητα, επιχειρήσεις, αγροτικές εκμεταλλεύσεις κ.λπ.).
Το εισόδημα από τεκμήρια υπολογίζεται με βάση το ακίνητο που ιδιοκατοικείται, το αυτοκίνητο και άλλες δαπάνες διαβίωσης ή απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
Σε περίπτωση κατά την οποία το τεκμαρτό εισόδημα είναι μεγαλύτερο του πραγματικού, ο υπολογισμός του φόρου γίνεται πιο πολύπλοκος. Συγκεκριμένα:
1) Γίνεται πρώτα υπολογισμός του φόρου στο πραγματικό εισόδημα.
2) Στη συνέχεια, υπολογίζεται ο φόρος επί της διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στο δηλούμενο και το τεκμαρτό εισόδημα.
Η φορολογική μεταχείριση του πρόσθετου εισοδήματος που προκύπτει από τα τεκμήρια εξαρτάται από το είδος των εισοδημάτων που δηλώνει ο φορολογούμενος. Εάν το μεγαλύτερο μέρος (πάνω από το μισό) του δηλούμενου εισοδήματος προέρχεται από μισθούς, τότε και το πρόσθετο τεκμαρτό εισόδημα φορολογείται ως εισόδημα από μισθούς.
Αντίστοιχα εάν προέρχεται από επιχειρηματική δραστηριότητα, τότε και το πρόσθετο εισόδημα φορολογείται ως επιχειρηματικό κέρδος.
Η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος χαρακτηρίζεται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον τουλάχιστον το 50,01% του συνολικού πραγματικού εισοδήματος προέρχεται από επιχειρηματική δραστηριότητα (ατομική επιχείρηση-ελευθέριο επάγγελμα) ή/και ακίνητη περιουσία ή/και αγροτική δραστηριότητα.