Το ελληνικό Δημόσιο θα παραμείνει βασικός ρυθμιστής στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων της ΔΕΗ, με δικαιώματα καταστατικής μειοψηφίας – η λεγόμενη «χρυσή μετοχή» – που διασφαλίζει ότι ένα μεγάλο εύρος στρατηγικών αποφάσεων θα παραμείνει υπό άμεσο δημόσιο έλεγχο. Η απώλεια του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ θα είναι τυπική και «θα της βγει σε καλό», καθώς θα αναπτύξει σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση.
Αυτό αναφέρεται σε ενημερωτικό σημείωμα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σχετικά με την επικείμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης. Σε σχέση με τις επισημάνσεις του ΣΥΡΙΖΑ για «ξεπούλημα» της ΔΕΗ, αναφέρεται εξάλλου ότι δεν πρόκειται καν για πώληση. «Αν γινόταν πώληση, όπως προέβλεπε το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ, τα έσοδα θα πήγαιναν στους δανειστές για το δημόσιο χρέος και όχι στη ΔΕΗ. Τώρα τα λεφτά μπαίνουν στην εταιρεία και αυξάνουν την αξία της, ενώ αν πουλιόταν το 17% των μετοχών, η αξία της εταιρείας δεν θα αυξανόταν, καθόλου», τονίζεται σχετικά.
Αναλυτικά στο σημείωμα αναφέρονται τα εξής:
Γιατί η ΔΕΗ καταφεύγει σήμερα στην αύξηση κεφαλαίου;
Από το 2001 η ΔΕΗ είναι μια πολυμετοχική εταιρεία με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Μέχρι και το 2011 το Ελληνικό Δημόσιο είχε ποσοστό στο μετοχικό της κεφάλαιο ελαφρώς άνω του 51%, ενώ άλλο 3,5% έχει ο ΕΦΚΑ/ΙΚΑ. Από το 2011-12 ένα ποσοστό 17% του μετοχικού της κεφαλαίου έχει μεταβιβασθεί από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ, με σκοπό να πωληθεί σε επενδυτή και τα έσοδα να διατεθούν για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Μετά την ίδρυση του «Υπερταμείου» το 2016, το Δημόσιο μεταβίβασε και το υπόλοιπο 34% του σε αυτό.
Στη διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΕΗ αντιμετώπισε πολύ μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας, χαμηλή κερδοφορία (και ζημιές) και με την τιμή της μετοχής να κατρακυλά έως και τα 1,19 (στις 20/11/2018), με διακύμανση 1,3-1,4 ευρώ μέχρι τις Ευρωεκλογές του 2019.
Η κατάσταση αυτή άρχισε να αντιστρέφεται από το 2019 με λογιστικά κέρδη – σημαντικά – το 2020. Ήδη, ωστόσο, το μεγαλύτερο – για δεκαετίες – πλεονέκτημα που είχε η ΔΕΗ, το χαμηλό κόστος καύσιμης ύλης (λιγνίτης) έγινε πλέον μειονέκτημα. Και η ΔΕΗ πρέπει να επενδύσει σε πάρα πολλές κατευθύνσεις, πάνω από 5 δισ., για την επόμενη πενταετία. Με αυτά τα δεδομένα, η άντληση ιδίων κεφαλαίων -όχι δανεικών, που συνοδεύονται και από βάρη και εγγυήσεις – μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, είναι η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή.
Η κυβέρνηση και η διοίκηση της ΔΕΗ επιλέγουν την άντληση κεφαλαίου μέσω χρηματιστηρίου, με διασπορά αγοραστών και τελική επιλογή της ΔΕΗ, ώστε να διασφαλιστεί με τον τρόπο αυτό ο ακόμα μεγαλύτερος έλεγχος των συμφερόντων του Δημοσίου ως μεγαλύτερου μετόχου της εταιρείας. Είναι συνειδητή επιλογή, η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου να γίνει με διεύρυνση της κεφαλαιακής βάσης της εταιρείας, μέσω ξένων θεσμικών επενδυτών μακροπρόθεσμης τοποθέτησης, καθώς και η περαιτέρω απεμπλοκή της ΔΕΗ από τους περιορισμούς και την έλλειψη ευελιξίας του Δημοσίου.
Γιατί είναι επωφελής η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ;
Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ είναι ένα ακόμα βήμα για την ανάπτυξη της εταιρείας και τη μετεξέλιξή της σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη στο χώρο της ενέργειας. Μετά την οικονομική της εξυγίανση, τον λειτουργικό της εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των υπηρεσιών της προς τους πελάτες της, συγκεντρώνει κεφάλαια ύψους άνω των 2,3 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου και του εσόδου από την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ) που θα της επιτρέψουν να προχωρήσει άμεσα σε δύο αναπτυξιακές κινήσεις. Αφενός σε επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας εντός Ελλάδας και αφετέρου σε εξαγορές παραγωγικών μονάδων «πράσινης» ενέργειας στα Βαλκάνια.
Με τις κινήσεις αυτές, η ΔΕΗ θα αυξήσει την παραγωγική της δυνατότητα, θα περιορίσει στο ελάχιστο την εξάρτηση της (και μαζί και της χώρας) από εισαγωγές, θα μειώσει το κόστος παραγωγής και θα διασφαλίσει χαμηλότερες τιμές για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και όλα αυτά αντλώντας κεφάλαια από την αγορά, χωρίς να επιβαρυνθούν οι καταναλωτές ή το κράτος, ως βασικός μέτοχος της ΔΕΗ.
Θα χάσει τον χαρακτήρα της ως δημόσια επιχείρηση η ΔΕΗ όταν ολοκληρωθεί η αύξηση κεφαλαίου;
Μόνο τυπικά θα γίνει αυτό και θα της βγει σε καλό, καθώς θα αναπτύξει σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση. Έχει, άλλωστε, αποδειχθεί – σε ό,τι αφορά το ποσοστό «καταστατικής πλειοψηφίας» – ότι ένα ποσοστό του πλειοψηφούντος μετόχου στο 34%, με ευρεία διασπορά μετοχών, δεν οδηγεί σε απώλεια του πραγματικού ελέγχου επί μιας ανώνυμης εταιρείας από τον πλειοψηφούντα μέτοχο. Δείτε για παράδειγμα τί ποσοστά είχε το Δημόσιο στην Εθνική Τράπεζα. Υπογραμμίζεται ότι η ΔΕΗ λειτουργεί σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού και δεν την βοηθάει το – πολλές φορές – ελάχιστα ευέλικτο και αποτελεσματικό πλαίσιο λειτουργίας του δημόσιου τομέα. Αυτό έχει δημοσίως διατυπωθεί από διάφορες διοικήσεις της ΔΕΗ, μη εξαιρουμένης της διοίκησης Παναγιωτάκη στην Γ.Σ. των μετόχων το καλοκαίρι του ’19, ή και νωρίτερα αυτού, στη ΔΕΘ του 2018.
Πολλοί λένε ότι το κράτος πρέπει να έχει τον έλεγχο των δικτύων και κομβικών εταιρειών, όπως η ΔΕΗ. Τι απαντάτε σε αυτούς που λένε ότι παραχωρείτε κρίσιμες εθνικές υποδομές;
Δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος, γιατί απλούστατα το ελληνικό Δημόσιο θα παραμείνει βασικός ρυθμιστής στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων, με δικαιώματα καταστατικής μειοψηφίας – η λεγόμενη «χρυσή μετοχή» – που διασφαλίζει ότι ένα μεγάλο εύρος στρατηγικών αποφάσεων θα παραμείνει υπό άμεσο δημόσιο έλεγχο. Αυτή είναι εξάλλου η πρακτική που ακολουθείται εδώ και χρόνια στο σύνολο των ευρωπαϊκών ενεργειακών πρώην μονοπωλίων. Προκαλεί πάντως εντύπωση, ότι και αυτό, τώρα το θυμήθηκαν στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το είχαν ξεχάσει όταν ήταν έτοιμοι να πουλήσουν το 17% της ΔΕΗ, άλλο αν δεν βρέθηκε αγοραστής έτσι όπως την είχαν καταντήσει.
Τι απαντάτε στους ισχυρισμούς ΣΥΡΙΖΑ για «ξεπούλημα» της ΔΕΗ;
Ούτε ξεπούλημα είναι, ούτε καν πώληση. Αν γινόταν πώληση, όπως προέβλεπε το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ, τα έσοδα θα πήγαιναν στους δανειστές για το δημόσιο χρέος και όχι στη ΔΕΗ. Τώρα τα λεφτά μπαίνουν στην εταιρεία και αυξάνουν την αξία της, ενώ αν πουλιόταν το 17% των μετοχών, η αξία της εταιρείας δεν θα αυξανόταν, καθόλου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά καταγγέλλει τον εαυτό του, διότι είναι η δική του κυβέρνηση που είχε αποφασίσει την πώληση του 17% της ΔΕΗ. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το θεωρούσε ξεπούλημα; Αν κάποιος ξεπουλούσε τη ΔΕΗ ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που απαξίωσε την επιχείρηση, και τη μετοχή της, την οδήγησε σε επιζήμιες δεσμεύσεις και την έφτασε ένα βήμα πριν την χρεοκοπία, όπως έλεγε η ίδια η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή της εταιρείας τον Απρίλιο 2019.
Επιπλέον, δεν παραχωρείται το μάνατζμεντ. Και βέβαια δεν πρόκειται για «ξεπούλημα», γιατί, αν κάποιος ήθελε να «ξεπουλήσει», δεν θα επέλεγε να βγει στην αγορά με τη σημερινή χρηματιστηριακή τιμή μετοχής, θα έβγαινε όταν ειχε 4 ή 5 ευρώ.
Υποστηρίζεται από την αντιπολίτευση ότι η κυβέρνηση «ξεπουλά» τη ΔΕΗ επειδή βιάζεται να προχωρήσει στην απολιγνιτοποίηση. Για ποιο λόγο προχωρά βιαστικά, ενώ άλλες χώρες έχουν πάρει παράταση;
Η απολιγνιτοποίηση συνιστά στρατηγική επιλογή της χώρας, για λόγους οικονομικούς και περιβαλλοντικούς. Η Ελλάδα θέλει να είναι πρωταγωνίστρια στον αγώνα κατά της κλιματικής κρίσης και πρωταγωνίστρια στην εποχή μιας νέας, πράσινης και βιώσιμης ανάπτυξης, στην οποία προσανατολίζεται όλη η Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν έχει πετρέλαιο, ούτε φυσικό αέριο. Έχει αέρα, έχει ήλιο και είναι φυσιολογικό εκεί να επενδύει ώστε να μειώσει την εξάρτησή της. Και για περιβαλλοντικούς και για οικονομικούς λόγους.
Από εκεί και πέρα, η ΔΕΗ θα είχε μεγαλύτερες ζημιές αν δεν είχε ήδη περιορίσει την παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη. Το 2018 και το 2019 η ΔΕΗ εμφάνιζε τις ζημίες και λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. Τότε μάλιστα τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων βρίσκονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, πέριξ των 25 ευρώ ο τόνος. Στα τέλη Αυγούστου 2021 η τιμή των ρύπων είχε φτάσει τα 61 ευρώ ανά τόνο. Αν η ΔΕΗ δεν είχε εγκαταλείψει το λιγνίτη, το κόστος για την επιχείρηση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο! Γι’ αυτό και ο ισχυρισμός της αντιπολίτευσης, ότι η αύξηση των τιμολογίων οφείλεται στην «βιασύνη» της Ελλάδας να εγκαταλείψει το λιγνίτη, είναι απολύτως λανθασμένος. Χρησιμοποιώντας λιγνίτη, το κόστος για την εταιρεία λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπου, είναι μεγαλύτερο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σας καταγγέλλει ότι απαξιώνετε τη ΔΕΗ
Ο ΣΥΡΙΖΑ παριστάνει τον καταγγέλλοντα, εκεί που είναι κατηγορούμενος. Διότι απαξίωση υπήρξε στη διάρκεια των κυβερνήσεών του και με τις διοικήσεις που όρισε, καθώς τότε η εταιρεία έφτασε στο χείλος της καταστροφής. Και αυτά τα λέει ο ορκωτός ελεγκτής της ΔΕΗ, στην επίσημη έκθεσή του τον Απρίλιο του 2019, όταν είχε μιλήσει για σοβαρό κίνδυνο κατάρρευσης της εταιρείας. Επί ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΕΗ απαξιωνόταν, μαράζωνε και αποκτούσε δυσβάσταχτες υποχρεώσεις, σήμερα εκσυγχρονίζεται σε όλα τα επίπεδα και γίνεται μοχλός εξωστρέφειας της χώρας.
Δύο χρόνια μετά την αλλαγή κυβέρνησης και διοίκησης, η ΔΕΗ έχει αναγεννηθεί. Η επιχείρηση από ζημιές 900 εκατ. το 2018 και 1,6 δισ. το 2019, πέρασε σε κερδοφορία 32,5 εκατ. το 2020 και αναμένεται να κλείσει με κερδοφορία και το 2021. Η κεφαλαιακή αξία της ΔΕΗ, που επί ΣΥΡΙΖΑ ήταν κάτω από 300 εκατ., σήμερα έχει φτάσει πάνω από 2 δισ.. Η περιουσία του ελληνικού λαού, δηλαδή, αυξήθηκε μέσα σε δύο μόλις χρόνια κατά 1,5 με 2 2 δισ..
Συνεπώς, σήμερα η επιχείρηση, όχι μόνο δεν απαξιώνεται, αλλά αντιθέτως δυναμώνει και μπαίνει σε μια νέα «πράσινη» εποχή, διασφαλίζοντας την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και παράγοντας φθηνότερο ρεύμα για καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι όλο αυτό το σκηνικό δημιουργεί υποψίες ότι δεν είναι η διεθνής τάση που ανεβάζει τις τιμές, αλλά τα παιχνίδια στο χώρο της ενέργειας.
Η αύξηση των τιμών στην ενέργεια και ιδίως στο ηλεκτρικό ρεύμα, έχει απασχολήσει τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ., τη Σύνοδο των G7, τον ΟΟΣΑ, όλα τα διεθνή fora. Και μάλιστα, όλοι αποδίδουν τις αυξήσεις στους ίδιους λόγους. Το να ισχυρίζεται μέρος της αντιπολίτευσης ότι είναι ελληνικό ζήτημα ή ότι συνδέεται με την εξυγίανση της ΔΕΗ, στερείται κάθε σοβαρότητας.
Αν κάτι έδειξε η συγκυρία με την άνοδο των τιμών ενέργειας είναι η σημασία που έχει μια οικονομικά υγιής ΔΕΗ. Γιατί η ΔΕΗ, προχωρώντας σε οριζόντιες εκπτώσεις της τάξης του 30%, απορρόφησε τις αυξήσεις και λειτούργησε στην πράξη ως μηχανισμός εξισορρόπησης των τιμών. Αυτό μπόρεσε να το κάνει επειδή η επιχείρηση έχει εξυγιανθεί. Επειδή από της ζημιές δισεκατομμυρίων επί διοικήσεων ΣΥΡΙΖΑ, πέρασε στην κερδοφορία, επειδή έχει ανέβει η αξία της μετοχής της, επειδή έχει αυξηθεί η κεφαλαιοποίησή της, επειδή έχει αναβαθμιστεί πιστοληπτικά.
Συμπέρασμα: Οι αλλαγές και η αναγέννηση της ΔΕΗ της επιτρέπουν να λειτουργεί σήμερα ως μοχλός ισορρόπησης της παγκόσμιας ανοδικής τάσης των τιμών.
Παρόλα αυτά, η πρώτη αντίδραση της αγοράς δεν είναι θετική, καθότι η τιμή της μετοχής πέφτει. Εσείς που θριαμβολογούσατε για την πορεία της ΔΕΗ τι έχετε να πείτε πλέον;
Όποιοι γνωρίζουν το πώς συμπεριφέρεται το χρηματιστήριο, ξέρουν καλά ότι αυτό ήταν αναμενόμενο. Τις πρώτες ημέρες, όποτε υπάρχει μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, υπάρχει πτώση – και στη συνέχεια η κατάσταση εξισορροπεί. Μακροπρόθεσμα η εταιρεία θα βγει κερδισμένη σε κάθε περίπτωση, καθώς τα κεφάλαια που θα αντλήσει η επιχείρηση θα επενδυθούν σε υποδομές, σε ΑΠΕ, στον λειτουργικό εκσυγχρονισμό της. Και αυτό θα αυξήσει τη συνολική αξία της ΔΕΗ και θα βελτιώσει τη διεθνή αποτίμησή της.
Αντί ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν να κουνάει με θρασύτατα το δάχτυλο, μπορεί να μας πει πόση ήταν η αξία της μετοχής της ΔΕΗ επί των ημερών του και πόσες φορές έχει αυξηθεί από τότε; Πόσο άξιζε η ΔΕΗ τότε και πόσο σήμερα; Με τι επιτόκιο δανείζονταν τότε και με πόσο σήμερα;