Ξεχωριστή θέση στη συνείδηση και στα βιώματά μας κατέχει η ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, αφού είναι συνυφασμένη με πολλά συναισθήματα και αναμνήσεις. Έτσι, λοιπόν, τη Μεγάλη Παρασκευή έχουμε την κορύφωση του θείου δράματος. Θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας: Τους εμπτυσμούς, τα μαστιγώματα, τους εμπαιγμούς, τους εξευτελισμούς, τα χτυπήματα, το ακάνθινο στεφάνι και κυρίως τη Σταύρωση και τον θάνατο του Κυρίου.
Σήμερα ετοιμάζεται ο επιτάφιος, ενώ το μεσημέρι ο Χριστός αποκαθηλώνεται και τοποθετείται στον Επιτάφιο όπου φέτος η περιφορά του θα γίνει κεκλεισμένων θυρών, χωρίς πιστούς και μόνο εντός των ναών, όπως αποφάσισε πρόσφατα η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο Νυμφίος της Εκκλησίας πορεύεται προς το εκούσιο πάθος, προς τον υπέρτατο σκοπό της θείας αγάπης του. «Σήμερον», όπως και τότε, «κρεμάται» θυσιαστικά «η ζωή ημών απέναντι των οφθαλμών ημών».
Εμείς τον ακολουθούμε στον κήπο της αγωνίας, στην άνανδρη σύλληψη, στο άδικο κριτήριο, στους εξευτελισμούς των στρατιωτών, στις επιθετικές κραυγές του όχλου, στην πορεία του Γολγοθά, στη σταύρωση, τον θάνατο, τον λογχισμό, την αποκαθήλωση, την ταφή, τη σφράγιση του τάφου. Γεγονότα που υπομνηματίζονται λειτουργικά από τις ανυπέρβλητες ακολουθίες των Μεγάλων Ωρών μαζί με τον Εσπερινό της Αποκαθηλώσεως, καθώς και τον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου, που τελούνται σήμερα αντίστοιχα στις ενορίες του κόσμου το πρωί και το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής.
Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Εκείνος, αφού τον ανακρίνει με ποικίλους τρόπους και αφού ομολογεί διπλούν ότι ο Ιησούς είναι αθώος, για να ευχαριστήσει τους Ιουδαίους, νίπτοντας τας χείρας του, τον καταδικάζει σε θάνατο και αφού τον μαστιγώνει, τον παραδίδει για να σταυρωθεί.
Ο Ιησούς, αφού παραδίδεται στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σαν σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι.
Οι στρατιώτες τον πηγαίνουν στον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς (στα ελληνικά σημαίνει «τόπος κρανίου», γιατί σύμφωνα με την παράδοση εκεί βρέθηκε το κρανίο του Αδάμ μετά τον κατακλυσμό), του δίνουν να πιεί ξύδι αναμεμειγμένο με χολή.
Τον σταυρώνουν και οι σταυρωτές διανέμουν τα ρούχα του σε τέσσερα μέρη (ένα για τον καθένα) και για το χιτώνα του βάζουν κλήρο, για να μην τον σχίσουν. Εμπαικτική επιγραφή τοποθετείται επάνω στο σταυρό, γραμμένη στην εβραϊκή, στην ελληνική και στη ρωμαϊκή γλώσσα: «Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων».
Από το τις 12 το μεσημέρι ως τις 3 το απόγευμα επικρατεί μεγάλο σκοτάδι σε όλη τη γη και μέγας σεισμός συγκλονίζει τη γη, ώστε σχίζεται το παραπέτασμα του ναού, που χώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων, και ανοίγουν τα μνήματα και πολλά σώματα πεθαμένων αγίων ανασταίνονται και μετά την Ανάσταση του Χριστού εισέρχονται στα Ιεροσόλυμα και φανερώνονται σε πολλούς.
Ο Ιησούς φωνάζει δυνατά: «τετέλεσται», αφήνει το κεφάλι του να γείρει προς τα κάτω και θεληματικά παραδίδει την ψυχή του.
Επειδή το Σάββατο που θα ξημέρωνε μετά το εσπέρας συνέπιπτε με την 1η μέρα του εβραϊκού Πάσχα και απαγορευόταν από το Μωσαϊκό Νόμο να μείνουν άταφα τα σώματα, οι Ιουδαίοι ζητούν από τον Πιλάτο να διατάξει να σπάσουν τα πόδια των καταδίκων, ώστε να πεθάνουν γρηγορότερα και να τους σηκώσουν από τους σταυρούς. Ο Χριστός, όμως, είχε παραδώσει το πνεύμα του και απλώς ένας στρατιώτης με λόγχη χτύπησε την πλευρά του και αμέσως βγήκε αίμα και νερό.
Ύστερα από αυτά ο Ιωσήφ, που καταγόταν απ’ την Αριμαθαία και ήταν κρυφός μαθητής του Χριστού, με άδεια του Πιλάτου, και μαζί με τον Νικόδημο, παίρνουν το σώμα του Ιησού και, αφού το αλείφουν με αρώματα και το τυλίγουν με επιδέσμους, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, το ενταφιάζουν σε καινούριο τάφο σε κήπο, κοντά στο μέρος όπου σταυρώθηκε. Οι Φαρισαίοι ζητούν από τον Πιλάτο φρουρά και ασφαλίζουν τον τάφο.