Πλήθος κόσμου από όλα τα μέρη της Κρήτης, αλλά και της Ελλάδας, έφτασε χθες στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου του Βαχού Κρήτης, για να τελέσει για έκτη συνεχόμενη χρονιά το μνημόσυνο του φωτισμένου Γέροντα Ιωαννίκιου Ανδρουλάκη.
Στη Θεία Λειτουργία που έγινε το Σάββατο 2/12/2023, πρωτοστάτησε ο π. Ευάγγελος Παπανικολάου και παρευρέθηκε πλήθος ιερέων, ένας εκ των οποίων, ο πατήρ Εμμανουήλ Ραπτάκης πνευματικό παιδί του αείμνηστου Γέροντα.
Παρακολουθήστε τις ομιλίες του π. Ευάγγελου Παπανικολάου, καθώς και του εισαγγελέα Ευστάθιου Θεοφανίδη κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας:
Η ομιλία του π. Ευάγγελου Παπανικολάου
Η ομιλία του Ευστάθιου Θεοφανίδη
Ποιος ήταν ο Γέροντας Ιωννίκιος Ανδρουλάκης
O Γέροντας πατήρ Ιωαννίκιος, κατά κόσμον Μιχαήλ Ανδρουλάκης, γεννήθηκε στις Μάλλες στις 22 Αυγούστου του 1924 από γονείς πολύ ευσεβείς και τέσσερα χρόνια αργότερα, απέκτησε και μία αδερφή που την ονόμασαν Δέσποινα.
Οι γονείς του Γεώργιος και Αικατερίνη, ασχολούνταν με τη γεωργία και παρότι ήταν άνθρωποι αγράμματοι, γνώριζαν με ζήλο τα γράμματα της πίστεως και ιδιαίτερα του Αγίου Ευαγγελίου. Για τη Χριστιανική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, αναφερόταν καθημερινά σε αποσπάσματα και στίχους από τα Ιερά βιβλία.
Ο Μιχαήλ από πολύ μικρός έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τη πίστη και από τριών ετών ήθελε να βρίσκεται δίπλα στον Ιερέα και να ψάλει, ενώ πολλές φορές φανταζόταν τον εαυτό Του να φοράει το ράσο και να υπηρετεί την Εκκλησία.
Στα δεκαπέντε του ήταν ήδη δεξιός ψάλτης, «έπαιζε στα δάχτυλα» όλους τους ήχους της βυζαντινής μουσικής και γνώριζε όλους τους χαιρετισμούς της Παναγίας «απ΄ έξω».
Στις Μάλλες, κεφαλοχώρι εκείνη την εποχή υπήρχαν εννέα Εκκλησίες μέσα στο χωριό, μία σε κάθε γειτονιά και δώδεκα ακόμη περιμετρικά του χωριού, πράγμα που όχι μόνο εντυπωσίαζε αλλά και απασχολούσε από μικρό το Μιχαήλ.
Όταν ήταν έξι χρονών ρώτησε τον παππού του, πατέρα της μητέρας του Αντώνιο Σπαθαράκη, γιατί έχει η κάθε γειτονιά την Εκκλησία της και του απάντησε, για να έχουν καλούς γειτόνους, όμως από τα λόγια και τις συνήθειες της μητέρα Του, κατανόησε ότι έτσι, η κάθε γειτονιά είχε τον δικό της Προστάτη Άγιο.
Ο πρώτος του Γέροντας ήταν ο Αμβρόσιος Καραλάκης που καταγόταν από το γειτονικό χωριό Χριστός και που είχε γίνει Μοναχός στο Άγιο Όρος. Τον αγαπούσε και τον σεβόταν γιατί όπως αναφέρει ήταν ιδιαίτερα πνευματικός άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη και αγάπη. Ο Μιχαήλ επηρεασμένος από τα χαρίσματα του Γέροντος Του, ήταν συνεχώς κοντά του και τον συνόδευε ως ψάλτης σε όλες τις Ακολουθίες.
Από νωρίς είχε αποφασίσει να φορέσει το ράσο και να αφιερώσει την ζωή του στο Θεό, έτσι στις 12 Φεβρουαρίου 1945 και ενώ η κατοχή έφθανε στο τέλος της, αφού πρώτα επισκέφτηκε τον τότε Μητροπολίτη Φιλόθεο Α΄ Μαζοκοπάκη, εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης, για την οποία είχε ακούσει πολλά, αλλά δεν είχε επισκεφτεί ποτέ.
Εκεί μαζί με άλλους μοναχούς όπως τον Ιερόθεο, τον Χρύσανθο τον Φιλάρετο Φρονιμάκη, γνώρισε τα πνευματικά αγαθά της μοναστηριακής ζωής, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στον Κύριο και στην Παναγία και Στις 12 Απριλίου 1946 εκάρη Μοναχός και πήρε το όνομα Ιωαννίκιος.
Περίπου τρία χρόνια αργότερα το 1948, ο Μητροπολίτης του ζήτησε να μετατεθεί στην Μονή Τοπλού, γιατί υπήρχαν ελάχιστοι Μοναχοί οι ανάγκες ήταν αυξημένες και το έπραξε με μεγάλη χαρά.
Την 6η Ιανουαρίου 1949 χειροτονείται Ιεροδιάκονος στη Σητεία και τη 13η Ιουνίου του 1949 Ιερομόναχος στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Κάτω χωριού Ιεράπετρας, από τον ίδιο το Φιλόθεο Μαζοκοπάκη, Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας.
Στις 16 Νοεμβρίου 1952, αναλαμβάνει καθήκοντα ως Ηγούμενος της Ιεράς Μονής, αφού πρώτα ορίζεται ως Μέγας Οικονόμος – Προϊστάμενος από το Πατριαρχείο. Επίσημα χειροτονηθεί Ηγούμενος της Μονής του Τοπλού την 25η Νοεμβρίου 1955 και Αρχιμανδρίτης την 17η Νοεμβρίου 1960.
Στις 13 Αυγούστου 1963 ο Μητροπολίτης Φιλόθεος Βουζουνεράκης με άδικο τρόπο θα τον μεταθέσει στην κατεστραμμένη Μονή Παναγίας Εξακουστής Μαλλών, για να την αναστυλώσει. Έτσι έγινε ο 2ος Κτήτορας της Μονής μετά τον Όσιο Χατζή-Ανανία. Ο Ιωαννίκιος το ήθελε αυτό με πολύ μεγάλη χαρά, αλλά όχι όμως να γίνει με αυτόν τον τρόπο.
Ακούραστος εργάτης της πίστης, αλλά και άνδρας που τα χέρια του «έστυβαν» τη πέτρα, πήρε δύναμη, κουράγιο, επιμονή και υπομονή από την Παναγία και τον Άγιο Χατζή-Ανανία και ξεκίνησε τον αγώνα της ανακατασκευής και της ανακαίνισης της Μονής.
Με μόνα έσοδα τον μισθό του ως Εφημέριος, με τη βοήθεια των χωριανών του και με πολύ δουλειά, σε επτά μήνες είχαν ολοκληρωθεί σχεδόν όλες οι εργασίες και στα κελιά και στον περίβολο και στο Ναό. Είχε γίνει πλέον γνωστή η επαναλειτουργία της Μονής και ο Ιωαννίκιος ήταν ευτυχής γιατί την επισκέπτονταν πολλοί πιστοί από όλη την ευρύτερη περιοχή, αλλά και γιατί οι συγχωριανοί Του την ένοιωθαν σαν να είναι σπίτι τους.
Το 1971 επισκέφτηκε για περίπου ένα μήνα το Άγιο Όρος, όπου στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου θα πάρει την ανώτατη διάκριση του Μοναχικού βίου και στο εξής θα φέρει το τίτλο του Μεγαλόσχημου. Έτσι ξεκινάει έναν ακόμα πιο δύσκολο πνευματικό δρόμο, όπου ο αγώνας είναι ακόμα πιο ανηφορικός, με πιο αυστηρή νηστεία και με σκληρές δοκιμασίες του σώματος. Αφοσιώνεται αποκλειστικά στα ψυχικά και πνευματικά αγαθά και θα αναζητήσει να ταπεινώσει το σώμα του, να καθαρίσει την ψυχή του, ώστε να καταφέρει να προσεγγίσει ακόμα περισσότερο προς τον Κύριο.
Σταματάει την κατανάλωση του κρέατος, ψάρι θα καταλύει μόνο τις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές των μεγάλων μαρτύρων ενώ πολλές θα είναι οι ημέρες που θα παραμένει νηστικός χωρίς νερό και το βράδυ θα πίνει Αγιασμό και θα τρώει λίγο Αντίδωρο.
Κάθε βράδυ προσεύχεται γονατιστός κάνει περισσότερες από 1000 μετάνοιες, υποβάλει το σώμα του σε επώδυνες δοκιμασίες και όπως ο Άγιος του, για πολλά χρόνια δεν θα ξαπλώσει στο κρεβάτι παρά επιλέγει τη χαμαικοιτία με προσκέφαλο ένα τσουβαλάκι ή μία πέτρα.
Φεύγοντας από εκεί ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους, όπου και έμεινε περίπου πέντε μήνες παραβιάζοντας την άδεια του, καθώς Μητροπολίτες που εκτίμησαν την ταπεινότητα και την δύναμη της πίστης του, του ζητούσαν επίμονα να παραμείνει μαζί τους. Ήταν επιθυμία του και εβαπτίστει στον Ιορδάνη ποταμό.
Το 1976 ο Μητροπολίτης του ανακοίνωσε ότι αποφάσισε τη μετατροπή της Μονής σε Γυναικεία και πως ήδη μία Αδελφότητα με πέντε Αδελφές από την Καρδίτσα, ταξίδευαν για Κρήτη. Δεν σκέφτηκε ούτε τον αγώνα, ούτε και τις στερήσεις του, για να αναστύλωση και να ανακαινίσει τη Μονή, αλλά ούτε και το πνευματικό έργο και την αφοσίωση του στον Κύριο και στον Θαυματουργό Άγιο Χατζή-Ανανία.
Το 1977 έφυγε από τις Μάλλες και εγκαταστάθηκε στο επίσης ολοκληρωτικά κατεστραμμένο Μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου Άρβης, επηρεασμένος από το όνειρο που είχε δει και ορίστηκε Εφημέριος στην ενορία Λουτρακίου, περιοχής Βιάννου.
Με μεγάλες στερήσεις αλλά και εξαντλητική εργασία, αφιερώθηκε ξανά στο ανακαινιστικό Του έργο, όχι μόνο στο Μοναστήρι αλλά και στους Ναούς της ενορίας Του, χωρίς να έχει την παραμικρή βοήθεια από κανένα.
Στη Μονή, που την βρήκε ανοικτή λεηλατημένη και ερειπωμένη διέθεσε όσα χρήματα είχε στον προσωπικό του λογαριασμό και μαζί με δάνειο που ζήτησε από τον Μητροπολίτη Νεαπόλεως Δημήτριο και του έδωσε από τον οργανισμό της Εκκλησίας με μεγάλη ευχέρεια αποπληρωμής, αναστύλωσε τα χαλάσματα, έφτιαξε τα νέα κελιά, το Αρχονταρίκι, φύτεψε λουλούδια και της έδωσε ξανά την παλαιότερη αίγλη της.
Από την εξαντλητική δουλειά και τις στερήσεις έκανε μήνες να μαγειρέψει και έτρωγε κάθε μεσημέρι σαλάτα με ντομάτα και κρεμμύδι και στο ζουμί που έμενε βουτούσε παξιμάδι για βραδινό.
Ακόμα και σπάνια που μαγείρευε, έλεγε ότι δεν είχε ποτέ ουσία το φαγητό που έτρωγε, γιατί είχε το ίδιο για πολλές ημέρες.
Στεναχωρημένος αναφέρεται σε μία βραδιά Ανάστασης, που αφού τελείωσε την Αναστάσιμη Ακολουθία και γύρισε στο κελάκι του δεν είχε ούτε ένα αυγό βραστό και έβαλε λίγο λάδι σε παξιμάδι και το έφαγε.
Το 1992 σε ηλικία 68 χρόνων, τρία χρόνια πριν πάρει τη σύνταξη, φεύγει από το Μοναστήρι, για να εγκατασταθεί μόνιμα ως Εφημέριος στο Βαχό, αφού το κλίμα της περιοχής ήταν πολύ επιβαρυντικό για την υγεία του και δεν υπήρχε μεταφορικό μέσο εκεί κοντά.
Λόγο της αρθρίτιδας, αλλά και της μεγάλης καταπόνησης του σώματος από τις βαριές εργασίες όλα αυτά τα χρόνια, περπατούσε κρατώντας πατερίτσες και τα προβλήματα του αναπνευστικού τον ταλαιπωρούσαν πολύ συχνά.
Παρά τα προβλήματα υγείας, όχι μόνο θα μετατρέψει την αυλή του σπιτιού Του σε ένα παράδεισο με λουλούδια, αλλά θα απλώσει δύο λάστιχα ποτίσματος και θα φυτέψει λουλούδια κατά μήκος του δρόμου, από την Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου μέχρι χαμηλά στο ρέμα, στη μεριά προς τα Αμιρά.
Επιλέγει τον ασκητικό τρόπο ζωή, χωρίς τις σύγχρονες ανέσεις και ευκολίες, αδιαφορώντας για το φαίνεστε και αφοσιώνεται στο να κηρύττει το θέλημα του Θεού, να διδάσκει το δρόμο της Εκκλησίας και να κάνει γνωστό της πάση τον θαυματουργό Άγιο του.
Γρήγορα θα γίνει γνωστή η νέα του κατοικία, τα θαυμαστά που φανερώνει η Χάρη του Θεού και πλήθος κόσμου θα αρχίζει να επισκέπτεται το άγνωστο μέχρι τότε χωριό για να συναντήσει τον Γέροντα και να ζητήσει τη Βοήθεια του.
Όταν βγήκε στη σύνταξη, ολόκληρο το εφάπαξ αλλά και πολλούς ακόμα μισθούς, τους διέθεσε για την ολοκλήρωση του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου στο Βαχό που ήταν ακόμη ημιτελής.
Κατασκεύασε το καμπαναριό και τη σκάλα, έβαλε τις καμπάνες τα κεραμίδια, νέα πλακάκια στο ήδη φθαρμένο μωσαϊκό που όπως χαρακτηριστικά έλεγε ήταν σαν την «κακοβαμμένη γυναίκα». Στην αυλή που κινδύνευε να υποχωρήσει από τα νερά της βροχής έφτιαξε τοιχίο στήριξης, την πλακόστρωσε και έβαλε κάγκελα περιμετρικά.
Για 51 ολόκληρα χρόνια, είχε αφιερωθεί στο ανακαινιστικό έργο σε όλα τα Μοναστήρια και τις Εκκλησίες που υπηρέτησε και άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια Του σε κάθε γωνιά τους.
Εργάστηκε αγόγγυστα, με ανιδιοτέλεια, και η μόνη του περιουσία εγκαταλείποντας τη Μοναστηριακή ζωή, ήταν τα προσωπικά του αντικείμενα, η αγάπη και η αφοσίωση για τον Θεό και η Χάρη του Αγίου Χατζή-Ανανία, αχώριστου πνευματικού Του συνοδοιπόρου.
Τα χέρια του ότι έπιαναν το έφερναν εις πέρας, ενώ είχε μεγάλη αντίληψη σε όλες τις εργασίες, αγροτικές, οικοδομικές, ξυλουργικές ηλεκτρολογικές, ακόμα και σιδηροκατασκευές.
Επιδέξιος, αξιοπρεπής, υπερήφανος και πάντα αυτάρκης, διέθετε ότι εργαλείο και υλικό του ήταν απαραίτητο, από κομπρεσέρ και τροχούς κοπής, ακόμα και ηλεκτροκόλληση.
Δεν ήθελε να ακούσει επαινετικά λόγια από κανένα, γιατί ότι έκανε το έκανε από ψυχής, από καρδιάς, από αληθινή αγάπη στην Πίστη μας, αυτό που ήθελε ήταν μια ταπεινή αναγνώριση.
Στην οικία του διαμόρφωσε δωμάτιο σε Εκκλησία, με την Αγία Τράπεζα, τον Εσταυρωμένο, Άγια λείψανα, πολλές Ιερές Εικόνες και την Ακοίμητη καντήλα του Αγίου, όπου έχει τελέσει χιλιάδες φορές και εξακολουθεί, Ευχέλαιο και καθημερινές λειτουργίες.
Το φιλανθρωπικό του έργο είναι τεράστιο, στην σκέψη του έχει πάντα όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης και όλα του τα χρήματα τα διαθέτει για να αγοράζει τρόφιμα και να τα διανέμει σε ορφανά, φτωχές οικογένειες, ιδρύματα, μοναστήρια ή ακόμα και να καλύπτει οικονομικά, λογαριασμούς ή άλλες τους ανάγκες.
Έχει υπό την προστασία του πέντε οικογένειες, εγκαταλελειμμένες από πατέρα με 19 ορφανά και τις μητέρες τους και φροντίζει να μην στερηθούν ούτε το φαγητό, ούτε και καμία από τις ανάγκες τις καθημερινότητας αλλά και τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.
Επηρεασμένος από το «κατοχικό σύνδρομο» οι ποσότητες που διανέμει είναι ιδιαίτερα μεγάλες και λέει συνεχώς ότι πρέπει να υπάρχει αρκετή ποσότητα και ποικιλία, ώστε οι ωφελούμενοι να μην προβληματίζονται για την καθημερινή τους διατροφή.
Η οικία του είναι πλημυρισμένη με τη δύναμη της πίστεως από τις καθημερινές ακολουθίες, τις αδιάλειπτες προσευχές, τα Ευχέλαια και τους Αγιασμούς. Ο αγώνας του μεγάλος για να βοηθήσει και να στηρίξει όσους ανθρώπους τον επισκέπτονται ή επικοινωνούν μαζί του.
Οι επώνυμες μαρτυρίες πιστών από όλη τη χώρα, αλλά και το εξωτερικό για τα θαυμαστά που έχουν βιώσει, μετά από τις μεσιτείες και τις οδηγίες του Γέροντα είναι δεκάδες. Θαύματα που είναι ζωντανά μπροστά μας και τα βιώνουμε, που δεν μπορούν ούτε να διαψευσθούν, ούτε να λοιδορηθούν.
Στα 93 του χρόνια με την υγεία του ιδιαίτερα βεβαρημένη, το σώμα του όπως της «συγκυπτούσης γυναικός» και τα πόδια του γεμάτα πληγές από τις κατακλίσεις, μόνο στηριζόμενος σε μπαστούνια μπορεί ελάχιστα να κινηθεί. Συνεχίζει όμως να ψάλει ευλαβικά στην Εκκλησία, με την αδύναμη αλλά γεμάτη πίστη και αγάπη φωνή του. Δέχεται όποιον ζητήσει τη βοήθεια του και αφιερώνει ατελείωτες ώρες στη διδασκαλία και στις προσευχές, δίνοντας πραγματικό αγώνα για να απαλύνει τον πόνο τους και να μεσιτεύσει για τη Θεία Χάρη.
Τον Φεβρουάριο του 2017 μετά από μία βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού που τον ανάγκασε να νοσηλευτεί στο ΠΑ.Γ.Ν. Ηρακλείου, δεν μπορεί πια να σταθεί στα πόδια του και παραμένει στο κρεβάτι διαρκώς, με μόνιμη παροχή οξυγόνου. Εξακολουθούσε όμως να δέχεται πιστούς στο κελί του, να τους δίνει δύναμη και να παρακαλεί για τη σωτηρία τους.Η αδυναμία και η αγάπη του Γέροντα για τα μικρά παιδιά γνωστή, όμως και τα παιδιά έτρεφαν ανάλογα συναισθήματα για Εκείνον και βλέποντας Τον άρρωστο στο κρεβάτι, για να τον ευχαριστήσουν του έφτιαχναν ζωγραφιές με ευχές και αφιερώσεις. Είναι αξιοσημείωτο και συγκινητικό πως σε όλες τον αποκαλούσαν, «αγαπημένε μου Γέροντα».
Την Παρασκευή στις 17 του Μάρτη, θα τηλεφωνήσει στον Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Κύριλλο για να τον ενημερώσει πως το πανηγύρι του Αγίου πλησιάζει (είναι στις 22 Απριλίου) και να τον ρωτήσει αν έχει προγραμματίσει κάτι σχετικά. Εκείνος του απάντησε ότι θα τον γιορτάσουν στην Εξακουστή και πως ο ίδιος θα χοροστατήσει. Την Τετάρτη 5 Απριλίου τον επισκέπτετε στο κελάκι του όπου και συζήτησαν τις λεπτομέρειες για το πανηγύρι.
Η χαρά του Γέροντα μεγάλη, αυτό ήθελε και επιζητούσε πάντα αφού όπως έλεγε, «εκεί είναι ο φυσικός χώρος του Αγίου, είναι το Μοναστήρι Του, είναι το σπίτι Του, είναι ο ιδρυτής της Μονής, ο 1ος Κτήτορας» και ένιωσε δικαιωμένος και ευλογημένος που τον αξίωσε ο Θεός να το ζήσει. Ήταν η έμπρακτη αναγνώριση τόσο για τον Άγιο όσο και για τον Ίδιο.
Τον Ιούλιο του 2017 αφού έχει ολοκληρώσει το νέο Του βιβλίο με νέα θαύματα του Χατζή-Ανανία (98 στον αριθμό), θα προχωρήσει στην έκδοση του σε 2.000 αντίτυπα τα οποία και θα διανέμει ξανά δωρεάν για ευλογία.
Ο Γέροντας Ιωαννίκιος αναπαύθηκε εν ειρήνη την Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017 στις 19:20 το απόγευμα στο κελάκι του, όταν η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, εκείνη τον πρόδωσε. Ημέρα μνήμης και εορτής του Αγίου Νικολάου, του μέγα ελεήμωνα και ισότιμου με τους Αποστόλους για την Εκκλησία μας.
Έφυγε ταπεινά, απλά και αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς να έχει δίπλα του πολλά από τα πνευματικά του παιδιά, ή Ιερείς και Γεροντάδες να του διαβάζουν και να προσεύχονται.
Η εξόδιος ακολουθία εψάλλει στις 12 το μεσημέρι της Παρασκευής 8 Δεκεμβρίου.. Εκτός από τον οικείο Μητροπολίτη Ανδρέα, παραβρέθηκε και ο Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Κύριλλος, πλήθος Ιερέων, μοναχές από όλη την Κρήτη, ο Γέροντας Ραφαήλ με τη συνοδεία του (Ρώσοι Μοναχοί που γνώριζαν και τον είχαν επιστεφτεί αρκετές φορές), ανώτατοι Δικαστικοί και Αστυνομικοί Λειτουργοί, καθηγητές και εκπρόσωποι φορέων.
Το σκήνωμα του Γέροντα παρέμεινε για πολλές ώρες ζεστό και μέχρι την ώρα που τον δέχτηκε η τελευταία του κατοικία, εύκαμπτο χωρίς κανένα σημάδι ακαμψίας, το δέρμα του απαλό και ελαστικό, ενώ από την πρώτη στιγμή μερικοί από αυτούς που τον προσκυνούσαν μαρτυρούσαν ότι ευωδίαζε.
Το βιβλίο του Βίου του
Το βιβλίο του βίου του με τίτλο: “Γέροντας Ιωαννίκιος Ανδρουλάκης Αρχιμανδρίτης & Προσκυνητής” εγράφη με την ευλογία του, κατά το διάστημα του τελευταίου έτους της ζωής του και περιέχει στοιχεία από όλον του τον βίο, καθώς επίσης και από τις συνήθειες και τη διδασκαλία του. Διατίθεται δωρεάν από τα πνευματικά του παιδιά.
Ξεφυλλίστε το σε ηλεκτρονική μορφή πατώντας εδώ:
https://www.osiosxatziananias.gr/vivlio/mobile/index.html