Υφεση από 4,4% έως 9,4% προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους της Βουλής στο κεντρικό του σενάριο, παίρνοντας πλέον ως βασική παραδοχή ότι τα μέτρα που θα ληφθούν θα είναι 10 δισ. ευρώ.
Κατά την παρουσίαση της τριμηναίας έκθεσης για την ελληνική οικονομία, ο επικεφαλής του Γραφείου Φρ. Κουτεντάκης αναφέρθηκε σε μια σειρά από αβεβαιότητες που εξακολουθούν να εμποδίζουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τη διατύπωση ασφαλών εκτιμήσεων, με το Γραφείο να βάζει επίσης στη θετική πλευρά της ζυγαριάς την άρση των δεσμεύσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα και τη συμμετοχή της χώρας στο προσωρινό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Πηγές του Γραφείου επισημαίνουν την κρίσιμη διάσταση των παρεμβάσεων και των συμφωνιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τονίζοντας ότι όπως προκύπτει και από τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, σε όλες τις χώρες θα υπάρξει σοβαρή δημοσιονομική επιδείνωση και στο μέτωπο των ελλειμμάτων και στο μέτωπο του χρέους. Η εξέλιξη αυτή, όταν περάσει ο εφιάλτης του κορωνοϊού και «κάτσει η σκόνη» της ύφεσης, είναι δεδομένο πως θα ανοίξει μια συζήτηση για την επαναφορά των κρίσιμων δημοσιονομικών μεγεθών στα προ της πανδημίας επίπεδα.
Οι πηγές επισημαίνουν ότι αν δεν γίνουν οι κατάλληλοι χειρισμοί στις συμφωνίες, ούτως ώστε το χρέος να είναι διαχειρίσιμο, υπάρχει ο κίνδυνος λήψης περιοριστικών μέτρων όπως αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών.
Σε αυτή τη συζήτηση η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα βρίσκεται σε πιο ευάλωτη θέση, με τις πηγές να τονίζουν ότι είναι σημαντικό να μην επιστρέψουμε στο 2010.
Χαρακτηριστική ως προς τα παραπάνω είναι η επισήμανση της έκθεσης:
«Η δημοσιονομική ισορροπία αναμένεται να αποκατασταθεί όταν η οικονομία επανέλθει στα κανονικά της επίπεδα. Ωστόσο, το αυξημένο δημόσιο χρέος δεν θα εξαλειφθεί αυτόματα με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό με τη σειρά του θέτει δύο κρίσιμα ζητήματα.
Το πρώτο είναι ότι δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί ο χρόνος που θα χρειαστεί αυτή η επαναφορά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προ κορωνοϊού επίπεδα, στο μεσοδιάστημα της οποίας η χώρα θα βρεθεί εκτεθειμένη στις αβεβαιότητες των διεθνών αγορών. Για αυτό τον λόγο θα πρέπει να διασφαλιστεί, κυρίως από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δυνατότητα χρηματοδοτικής στήριξης των πιο ευάλωτων χωρών και να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική τους ισορροπία με ομαλό τρόπο.
Το δεύτερο -και κρισιμότερο- ζήτημα είναι ότι αυτό το αυξημένο χρέος θα πρέπει να πληρωθεί από δημόσιους πόρους, επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας. Η κατανομή αυτού του βάρους, είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων είτε μεταξύ γενεών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανοιχτού και ειλικρινούς δημόσιου διαλόγου, ώστε να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια…