Για την επικείμενη συνάντηση του πρωθυπουργού με εκπροσώπους των αγροτών και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για ενίσχυσή τους, για το ζήτημα της εισαγόμενης ακρίβειας αλλά και για το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου μίλησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, στην εκπομπή του ΑΝΤ1, «Καλημέρα Ελλάδα».
Για τη συνάντηση με τους αγρότες, ο κ. Μαρινάκης επεσήμανε πως αναμένονται τα ονόματα των εκπροσώπων που θα λάβουν μέρος σε αυτή και υπογράμμισε ότι όπως συμβαίνει και με όλες τις επαγγελματικές ομάδες, αποδεικνύεται ότι «η πόρτα του γραφείου του πρωθυπουργού είναι ανοιχτή για ουσιαστικό διάλογο. Εμείς θέλουμε όσο πιο αντιπροσωπευτική, προφανώς, εκπροσώπηση».
Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε στα μέτρα που έχουν ληφθεί για την ενίσχυση των αγροτών, ξεκινώντας από το αγροτικό πετρέλαιο. «Γίνεται για τρίτη χρονιά η επιστροφή, μια σημαντική κίνηση από την κυβέρνηση. Αντιλαμβανόμαστε τις ανάγκες τις αυξημένες και ειδικά μετά τον Ντάνιελ για τους αγρότες της Θεσσαλίας και λόγω και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, λόγω του αυξημένου κόστους. Είναι ένα μέτρο δημοσιονομικού κόστους 82 εκατομμυρίων ευρώ. Αυτό το οποίο ζητούν οι αγρότες είναι να μην δοθεί στο τέλος, αλλά να δοθεί όσο γίνεται νωρίτερα, και αυτό πραγματικά το κοιτάμε και κυρίως το κοιτάει το υπουργείο Οικονομικών…
Είμαστε μια κυβέρνηση η οποία έχει αποδείξει στην πράξη ότι μειώνει ή καταργεί φόρους. Είναι πάνω από 50 οι περιπτώσεις φορολογικών συντελεστών, που μειώθηκαν ή καταργήθηκαν την προηγούμενη 4ετία», επεσήμανε στη συνέχεια ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Υπογράμμισε πως αυτό που η κυβέρνηση λέει στη συγκεκριμένη περίπτωση «είναι ότι αυτός είναι ένας πιο ασφαλής τρόπος, δηλαδή όχι η μείωση στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά η επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Έχει αποδώσει τα προηγούμενα δύο χρόνια. Προφανώς, δεν εξαφάνισε τα προβλήματα των αγροτών, αλλά μείωσε πολύ την επιβάρυνση και απέδωσε τα προηγούμενα χρόνια».
Μίλησε επίσης για «τη στήριξη και στους αγρότες, και στα νοικοκυριά και στα κοινωνικά τιμολόγια, η στήριξη που παρείχε το κράτος για τις αυξημένες τιμές στο ρεύμα, ήταν η πρώτη στην Ευρώπη συναρτήσει του ΑΕΠ μας. Έχουμε δώσει πάνω από 13 δισεκατομμύρια ευρώ, πολλά εκ των οποίων έχουν εισπραχθεί από τα υπερέσοδα των εταιρειών. Οι αγρότες φτάσανε να επιδοτούνται περίπου για δύο χρόνια για το 80%-90% των αυξήσεων και είναι λογικό αυτό, γιατί είχαν και αυξημένες ανάγκες. Τώρα, έχουμε τη μείωση 10%, έχουμε και άλλα μέτρα τα οποία ειδικά για τους αγρότες, οι οποίοι είναι σε συνεταιριστικά σχήματα, αλλά και όχι μόνο, θα έχουν μεσοσταθμικά μειώσεις…
Μακάρι να καταφέρουμε με την πολιτική μας να έχουμε όλο και φτηνότερο ρεύμα. Αυτό το αντιλαμβάνονται όλοι, αλλά πρώτον υπάρχουν συγκεκριμένα δημοσιονομικά δεδομένα. ‘Αρα, αυτή τη στιγμή, αυτό που έχουμε πει ότι τα δημοσιονομικά δεδομένα εξαντλήθηκαν στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, είναι ακριβές. Πάντοτε κοιτάμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό και σε επίπεδο διευκολύνσεων, διευθετήσεων ως προς τον τρόπο αποπληρωμής. Αυτό το οποίο εξήγγειλε ο κ. Σκυλακάκης δεν έχει να κάνει μόνο με τις εκπτώσεις, όπως το εξειδίκευσε στη συνέχεια στην ομιλία του ο πρωθυπουργός. Έχει να κάνει και με την μη διακοπή ρεύματος και έναν τρόπο διακανονισμού για πολλά χρόνια. Αλλά να πούμε κάτι εδώ πέρα: Είναι πάρα πολύ σεβαστά τα αιτήματα των αγροτών κι έχουμε δείξει στην πράξη ότι ικανοποιούμε τα περισσότερα εξ αυτών, γιατί κι εκείνοι περνούν μια δύσκολη περίοδο λόγω αυτών των εισαγόμενων κρίσεων, αλλά είναι και τα αιτήματα των υπόλοιπων επαγγελματικών ομάδων, γιατί και άλλες επαγγελματικές ομάδες έχουν ζήτημα με το ρεύμα. Για αυτό και ακολουθήσαμε μια οριζόντια πολιτική επιδότησης για τα νοικοκυριά, για τα κοινωνικά τιμολόγια, τα οικιακά τιμολόγια, αλλά και τις επιχειρήσεις. Και αυτό πρέπει να το έχουμε πάντα στο μυαλό μας».
Το ζήτημα της εισαγόμενης ακρίβειας ήταν το επόμενο στο οποίο έγινε αναφορά στην τηλεοπτική συνέντευξη του κ. Μαρινάκη.
«Θεωρώ ότι αυτή είναι μία από τις πιο καίριες ερωτήσεις στη συζήτηση αυτή, γιατί ξεκινάει από το αγροτικό και ακουμπάει σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα. Είναι, ξέρετε, και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, γιατί δεν τρελαθήκαμε όλοι να μιλάμε για εισαγόμενη ακρίβεια. Το λένε οι πίνακες. Είμαστε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο στα τρόφιμα, αλλά έχουμε κι εμείς πολύ μεγάλο πληθωρισμό, όπως όλα τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης. Τι συμβαίνει; Καταρχάς, δύο βασικά θέματα, τα οποία θα συζητηθούν και στην επικείμενη συνάντηση του πρωθυπουργού με τους αγρότες: το ένα είναι αυτό που λέμε «από το χωράφι στο ράφι», όπου εδώ έχουν πολύ μεγάλη αξία οι έλεγχοι και οι ανακοινώσεις του υπουργού Ανάπτυξης, του κ. Σκρέκα, δηλαδή πράγματα τα οποία έχουν ξεκινήσει ήδη να γίνονται. Το ξαναλέω: Δεν θα λυθεί το πρόβλημα ούτε με τους πολλούς παραπάνω ελέγχους από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά είναι σημαντικό ότι γίνονται. Και είναι σημαντικό ότι υπάρχουν συγκεκριμένα μέτρα και για τα οπωροκηπευτικά προϊόντα, μην τα αναλύσουμε τώρα ένα – ένα… Το άλλο μεγάλο θέμα έχει να κάνει με τις ελληνοποιήσεις των προϊόντων. Είναι ένα θέμα το οποίο το θέτουν, πολύ σωστά το θέτουν, είναι μέσα στα αιτήματα. Η αλήθεια είναι ότι για πάρα πολλά χρόνια το είχε υποτιμήσει το ελληνικό κράτος, αυτό το θέμα. Το λέω έχοντας γυρίσει στο πλευρό του πρωθυπουργού όλη την Ελλάδα. Αυτό που θα γίνει την Τρίτη στο Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός το έχει κάνει σχεδόν σε όλη την Ελλάδα πολλές φορές και όχι μόνο όταν βγαίνουν τα τρακτέρ στους δρόμους. Κι αυτό για εμένα έχει πολύ μεγάλη αξία. Θέλω να κάνω αυτή την παρένθεση. Όταν θυμάσαι τον κόσμο μόνο όταν βγαίνει στους δρόμους, τότε πολύ πιο δύσκολα καταλαβαίνεις τι θέλει να σου πει».
Ο κ. Μαρινάκης είπε στη συνέχεια ότι «αυτό που κάνει η κυβέρνηση για τις ελληνοποιήσεις, οι έλεγχοι που γίνονται στα σύνορα, μια πολιτική η οποία ακολουθεί, και πρέπει να εξηγηθεί στους αγρότες γιατί έχουν τις ανάγκες και τις αγωνίες τους, είναι ένα σημαντικό θέμα. Και τελευταίο είναι η ΚΑΠ που το αίτημα για μη εφαρμογή, θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή δεν έχει βάση».
Όπως τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, «ζούμε σε μια χώρα, που μέχρι και το 2019-20, που ουσιαστικά συστάθηκε με προσωπικό η ΔΙΜΕΑ, η αρμόδια Υπηρεσία ελέγχων στην αγορά, στα τρόφιμα και σε όλα τα σχετικά, με τις αντίστοιχες άλλες Υπηρεσίες ελέγχου- δεν είναι μόνο η ΔΙΜΕΑ- δεν υπήρχαν ουσιαστικοί έλεγχοι στη χώρα. Όλα αυτά τα πρόστιμα, που ακούτε στα σουπερμάρκετ, στα προϊόντα, όλα αυτά τα οποία ακούτε δεν είναι μόνο για την παραβίαση του μέγιστου περιθωρίου κέρδους ή για εικονικές εκπτώσεις. Αφορούν όλες τις επιμέρους περιπτώσεις εφαρμογής του νόμου…
Εμείς μιλάμε με βάση τα επίσημα δεδομένα τα οποία μας δίνει η αρμόδια ελεγκτική Υπηρεσία, που είναι μια ανεξάρτητη Υπηρεσία, η οποία κάνει τη δουλειά της και φέρνει το αποτέλεσμα που φέρνει. Πάνω από 23.000 έλεγχοι έγιναν μόνο το 2023 με αρκετά σημαντικό αριθμό εισπράξεων και προστίμων, που περίπου ήταν στο 10% των ελέγχων. Στις περιπτώσεις που επιβλήθηκε πρόστιμο, το οποίο είναι πολλαπλάσιο του ποσού της παραβατικής συμπεριφοράς, άρα δεν είναι αυτό που λέμε «πρόστιμα χάδια». Τα πρόστιμα δεν μπαίνουν με βάση τον τζίρο της εταιρείας. Μπαίνουν με βάση το πόση ήταν η παραβατική συμπεριφορά που παρατηρήθηκε. Στα αντίστοιχα προϊόντα είχε παρατηρηθεί μείωση μέχρι και 25% της τιμής. Προφανώς, αυτό είναι μια διαρκής διαδικασία. Είναι καθημερινή διαδικασία και μάλιστα προβλέπονται και πιο αυστηρά πρόστιμα σε περιπτώσεις υποτροπής».
Ακολούθως κάνοντας μία αναφορά στα βήματα που γίνονται για την αντιμετώπιση της ακρίβειας υπογράμμισε ως καθοριστικά, τους καλύτερους μισθούς, την έμμεση ή άμεση αύξηση εισοδημάτων, τους ελέγχους και τις στοχευμένες παρεμβάσεις. Τόνισε μάλιστα ότι «αυτό το οποίο έχει μεγάλη αξία είναι κάποια στοιχεία που αναδεικνύονται παράλληλα με την ακρίβεια. Το ότι η Ελλάδα, μια χώρα που είχε μια κατεστραμμένη οικονομία, έχει για ακόμη μια χρονιά, αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, 7,5% τη μια χρονιά, 8% την τελευταία χρονιά, τι δείχνει; Δείχνει αυτό το οποίο λέμε, ότι βασική μας πολιτική είναι οι μόνιμες παρεμβάσεις, αυξήσεις στο δημόσιο ένας μισθός παραπάνω…
Έχει σημασία το διαθέσιμο εισόδημα, γιατί προφανώς υπάρχουν και αυξημένες υποχρεώσεις. Είναι μειωμένη η θετική επίδραση σ’ αυτή την αύξηση, λόγω της εισαγόμενης ακρίβειας; Προφανώς και ναι. Εδώ, όμως, έχουμε δύο σύντομες παρατηρήσεις. Η πρώτη, είναι η πιο σημαντική για εμένα κίνηση, γιατί έτσι μειώνονται οι συνέπειες της ακρίβειας και το δεύτερο ότι αυτές οι αυξήσεις μένουν ακόμα και όταν οι κρίσεις φεύγουν».