Σε συνέντευξή του στο lifo.gr, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, απαντά στο ερώτημα γιατί στην τελική ευθεία για τις ευρωεκλογές δεν γίνεται συζήτηση για την Ευρώπη.
«Δεν θέλω να πω το κλασικό ότι εμείς δεν φταίμε. Αλλά νομίζω ότι εάν κάποιος παρακολουθήσει τον δημόσιο διάλογο λίγο προσεκτικά και δίκαια, θα καταλάβει ότι αυτό δεν είναι κάτι το οποίο συμβαίνει με δική μας ευθύνη», αναφέρει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και σημειώνει: «Θέλουμε να μιλήσουμε συνολικά για την Ελλάδα στην Ευρώπη αλλά αναγκαζόμαστε, παράλληλα, να απαντάμε στο “αν ο γάιδαρος πετάει”. Νομίζω ότι πληρώσαμε αρκετά τη λογική του “η κυβέρνηση δίνει 5, εγώ θα δώσω 15” ενώ ξέρω ότι δεν μπορώ να τα δώσω. Όταν, όμως, μια αντιπολίτευση που είτε τάζει περισσότερα από αυτά τα οποία εσύ δίνεις ενώ όταν ήταν κυβέρνηση έκανε τα αντίθετα είτε σε κατηγορεί για οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, μετατρέποντας μέχρι και την πολιτική σκηνή σε δικαστική αρένα, δεν μπορείς να μένεις με σταυρωμένα τα χέρια».
«Αλλά αντιλαμβάνομαι πλήρως προσωπικά -και πρώτος το αντιλαμβάνεται αυτό ο πρωθυπουργός- ότι αυτό δεν εξυπηρετεί τους πολίτες. Δεν μπορούμε, όμως, να κλείνουμε τα αυτιά μας και να μην απαντάμε. Αλλά προσπαθούμε, τουλάχιστον, όταν βάζουμε εμείς την ατζέντα, όταν συζητάμε με τους πολίτες, να λέμε μόνο τι έχουμε κάνει, τι άλλο πρέπει να κάνουμε και τι θα έπρεπε να κάνουμε καλύτερα», προσθέτει.
Ερωτηθείς γιατί αναφέρεται σε «δικαστική αρένα», ο κ. Μαρινάκης απαντά: «Ως δικηγόρος, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έχω ξαναδεί αυτό το πράγμα που συμβαίνει. Δηλαδή, από τότε που έχω πάρει μια μικρή απόσταση από τις δικαστικές αίθουσες και είμαι σε αναστολή λόγω της ιδιότητάς μου, νιώθω ότι έχω συμμετάσχει σε περισσότερα δικαστήρια από ποτέ. Δεν είναι δυνατόν ένα τηλεοπτικό παράθυρο να γίνεται δικαστήριο. Να είναι σαν να καταθέτει μάρτυρας, στη συνέχεια να βγάζει απόφαση ο Α ή ο Β πολιτικός αρχηγός ή ο συμμετέχων στο πάνελ. Να προδικάζουμε τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, να θεωρούμε ότι ο τάδε είναι ένοχος. Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό το μονοπάτι, στο οποίο έχουμε μπει. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα Τέμπη, αλλά και σε ένα οποιοδήποτε έγκλημα, που μπορεί να γίνεται την Τρίτη και την Τετάρτη να έχουν βγει ήδη καταδικαστικές αποφάσεις. Αυτό πρέπει να το περιορίσουμε. Δεν θα πω να το σταματήσουμε, γιατί ο καθένας βγαίνει και λέει ό,τι θέλει. Αλλά δεν οδηγεί πουθενά όλη αυτή η κατάσταση».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δηλώνει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο πρώτος διδάξας» και συμπληρώνει: «Είχε τη δυνατότητα να καταργήσει τον νόμο περί ευθύνης υπουργών και δεν το έκανε. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία εξίσωσε τις παραγραφές ενός υπουργού με τον οποιοδήποτε πολίτη. Και έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενος τον πόνο ανθρώπων, οι οποίοι έχουν χάσει τους δικούς τους, που είναι ό,τι πιο οδυνηρό μπορεί να συμβεί σε κάποιον, να περιφέρεται στην Ευρώπη, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση, ζητώντας να καταργηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ενώ ο ίδιος όταν είχε τη δυνατότητα δεν το έκανε. Ή εκδηλώνει την ευαισθησία του στις γυναικοκτονίες και όταν ήταν κυβέρνηση την ποινή για την ανθρωποκτονία, που ήταν μόνο ισόβια, την έκανε ισόβια ή μέχρι 15 χρόνια. Δηλαδή, μπορούσε ένας δολοφόνος και γυναικοκτόνος να “φάει” 10 ή 12 χρόνια και να είναι σε 5 χρόνια έξω. Αυτό πρέπει να το αφήσουμε πίσω μας. Και ναι, δυστυχώς, σ’ αυτό το παιχνίδι έχουν συμμετάσχει και άλλα κόμματα. Είναι ένα πράγμα η πολιτική, ένα πράγμα η εκτελεστική εξουσία, ένα άλλο πράγμα η δικαστική εξουσία. Πρέπει να αφήνουμε τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της απρόσκοπτα».
Για τη δήλωση της εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, Βούλας Κεχαγιά, ότι η κυβέρνηση λειτουργεί ως «επιτελικό παρακράτος», ο κ. Μαρινάκης τονίζει: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρα πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης, όχι μόνο την τελευταία περίοδο με τον νέο αρχηγό του, αφού μετατρέπει την πολιτική αντιπαράθεση σε έναν “βούρκο”. Κατά καιρούς έχουμε ακούσει να γίνεται κατάχρηση πολύ αρνητικών εννοιών όπως είναι η “χούντα”, το “καθεστώς” ή το “παρακράτος”. Αυτές είναι βαριές εκφράσεις. Μιλάμε για μια νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση. Σας διαβεβαιώνω, έχοντας και ένα μέρος αυτής της ευθύνης νομοθετικά για το Κράτος Δικαίου και την ελευθερία του Τύπου, η επίσημη Έκθεση για το Κράτος Δικαίου και η πολύ σκληρή, αλλά δίκαιη κριτής γι’ αυτό, αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βέρα Γιούροβα, πιστοποιεί σημαντική πρόοδο για την Ελλάδα. Και να σας πω και κάτι; Επειδή με “προκαλείτε”. Η κυρία Κεχαγιά είναι εκπρόσωπος του κόμματος, που όταν κυβέρνησε κατέληξε να έχει δύο υπουργούς καταδικασμένους αμετάκλητα από τη Δικαιοσύνη. Και υπουργός Δικαιοσύνης του δικού της κόμματος μίλησε για παρα-υπουργείο Δικαιοσύνης στο Μαξίμου. Δεν νομίζω ότι αυτό έχει ξανασυμβεί μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα, σε επίπεδο “παρακράτους”, όπως το λέει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Τουλάχιστον, ας κοιταχτούν στον καθρέφτη, αν ψάχνουν να βρουν “παρακράτος”. Ας κάνουν την αυτοκριτική τους και ας περάσουν κάποια στιγμή στην κανονική πολιτική αντιπαράθεση».
Όσον αφορά τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Στέφανο Κασσελάκη, επισημαίνει: «Γενικά, είμαι θετικός στο να μπαίνουν νέοι άνθρωποι στην πολιτική. Αν και θεωρώ ότι το νέο από μόνο του δεν λέει τίποτα. Μπορεί ένας άνθρωπος 60 και 70 ετών να είναι πολύ πιο νέος σε ιδέες, σε σκέψη και αντιλήψεις. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να υποτιμούμε ούτε να υπερτιμούμε κανέναν πριν τον δούμε στην πράξη. Μέχρι στιγμής, βλέπω μόνο lifestyle, μια διαχείριση των social media και έναν τοξικό λόγο, ο οποίος έχει εξελιχθεί με ραγδαίο ρυθμό σε τέτοιο σημείο που η τοξική αντιπαράθεση με τον κ. Κασσελάκη έχει φτάσει στο μη περαιτέρω. Οι προτάσεις του, πάντως, κινούνται μεταξύ της λογικής “λεφτόδεντρων” και του “χαρίζω χρέη και οικόπεδα”. Θέλει να έχουν όλοι περισσότερα λεφτά, να υπάρχουν λιγότεροι φόροι, τη στιγμή που όταν κυβέρνησε το κόμμα του έκανε τα εντελώς αντίθετα. Και προφανώς κάθε του συνέντευξη στοιχίζει 20 δισ. για τα μέτρα που εξαγγέλλει. Περιμένουμε, αλλά προς το παρόν δεν έχουμε δει, κάτι ουσιαστικό που να μπορεί να τροφοδοτήσει γνήσια πολιτική αντιπαράθεση».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απαντά και στο ερώτημα εάν θεωρεί ότι ο κ. Τσίπρας αποτελεί παρελθόν για την πολιτική: «Το αν αποτελεί παρελθόν ή όχι ένας πολιτικός, το αποφασίζουν οι πολίτες. Όλοι αξιολογούμαστε καθημερινά. Το θέμα είναι να αφήσουμε ένα αποτύπωμα θετικό. Πάγια άποψή μου είναι ότι όταν φτάνεις στο υπέρτατο αξίωμα του πρωθυπουργού της χώρας και στη συνέχεια οι πολίτες αποφασίζουν να μην είσαι πλέον πρωθυπουργός αυτής, δίνεις άμεσα τη σκυτάλη σε κάποιον άλλο στο κόμμα σου. Ο κ. Τσίπρας το έκανε με καθυστέρηση τεσσάρων ετών. Κρίθηκε εκ νέου ως αρχηγός της αντιπολίτευσης πολύ πιο αυστηρά από τους πολίτες. Από εκεί και πέρα, Δημοκρατία έχουμε, όποιος θέλει, όπως θέλει, εκτίθεται, αξιολογείται και οι πολίτες αποφασίζουν».
Για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και αν όλοι θα δηλώσουν κερδισμένοι υπογραμμίζει: «Ο καθένας μπορεί να “βαφτίσει” ένα αποτέλεσμα όπως επιθυμεί. Από κει και πέρα, όμως, υπάρχει ένας δείκτης σύγκρισης. Συγκρίνεις ευρωεκλογές με ευρωεκλογές. Τον πήχη δεν τον βάζει ο Μητσοτάκης, αλλά η πραγματικότητα. Τώρα, αν θέλει κάποιος να δει μια άλλη πραγματικότητα για να βγει να πανηγυρίσει εκείνο το βράδυ, ας το κάνει. Μου θυμίζει τις φοιτητικές εκλογές που κάποιες παρατάξεις πήγαιναν κι έκαναν δικές τους εκλογές, για πουν μετά ότι νίκησαν».
Επίσης, ο κ. Μαρινάκης μιλάει για το ενδεχόμενο ψήφου διαμαρτυρίας: «Κάθε κάλπη είναι άδεια. Δεν μπορούμε να προδικάσουμε ένα αποτέλεσμα επειδή είναι καλές οι δημοσκοπήσεις. Κρινόμαστε από τις πράξεις και τις παραλείψεις μας. Άρα, ναι, δεν θεωρούμε δεδομένο κάποιο αποτέλεσμα και ειδικά σε ένα περιβάλλον ευρωεκλογών. Η έγνοια μας είναι να καταφέρουμε να δει ο κόσμος τη μεγάλη εικόνα. Ναι, υπάρχει ακρίβεια και σίγουρα υπάρχει ζήτημα διαθέσιμου εισοδήματος, μετά από μια υπερδεκαετή κρίση. Αλλά, ταυτόχρονα, είμαστε η χώρα που έχει καταφέρει να έχει τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξησής του. Πού ήταν η Ελλάδα το 2019, πού είναι σήμερα; Ας δούμε τη μεγάλη εικόνα, να μη γκρεμίσουμε όσα έχουμε χτίσει και να μην κάνουμε πισωγύρισμα».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απαντά και για το debate: «Καταρχάς, δεν είναι δική μας ευθύνη που επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ έναν πρόεδρο που δεν είναι στη Βουλή. Τα πιο σοβαρά και τα μεγαλύτερα debates γίνονται στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Πάντα γίνεται debate σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Στις ευρωεκλογές δεν γίνονται, γιατί η αντιπαράθεση είναι κυρίως μεταξύ υποψήφιων ευρωβουλευτών. Και νομίζω ότι δεν έχει κρυφτεί ποτέ ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη Βουλή, από όλα τα θέματα, είτε μπορεί να θεωρηθούν εύκολα ή δύσκολα. Είναι ο πρωθυπουργός που έχει παραδεχθεί λάθη και αστοχίες, ακόμα και προηγούμενων κυβερνήσεων. Δεν νομίζω ότι αυτό το οποίο έχει στο μυαλό της η αντιπολίτευση είναι πολιτικός διάλογος ή debate, τόσες αφορμές είχαμε και θα έχουμε. Περισσότερο, νομίζω, ότι επιθυμεί να κάνει μια ισοπέδωση προς τα κάτω, ούτως ώστε στο δικό της γήπεδο να πάρει ό,τι περισσότερο μπορεί. Το γήπεδο της αντιπολίτευσης είναι το γήπεδο της στείρας αντιπαράθεσης. Εμείς, σεβόμενοι το Κοινοβούλιο, σεβόμενοι τον πολιτικό διάλογο, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε διάλογο με επιχειρήματα».
Για το υψηλό κόστος στέγασης και διαβίωσης αναφέρει: «Δεν υποτιμώ το ζήτημα της εισαγόμενης ακρίβειας στα τρόφιμα, το θεωρώ προφανώς το μεγαλύτερο πρόβλημα, γιατί το αντιμετωπίζουν όλοι οι πολίτες. Σίγουρα, όμως, έχουμε καταφέρει ως χώρα να απορροφήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μεγάλο μέρος των κραδασμών και να μειώσουμε τις συνέπειες. Εξίσου μεγάλο ζήτημα της δικής μας και της νεότερης γενιάς είναι το ζήτημα της στέγης. Είμαστε η πρώτη κυβέρνηση που δεν έκλεισε τα μάτια στο πρόβλημα. Και έκανε τα πρώτα σημαντικά βήματα. Δηλαδή έχουμε μια στεγαστική πολιτική, η οποία είναι πάνω από 2 δισεκατομμύρια ευρώ, “τρέχουμε” το πρόγραμμα ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, περίπου 10.000 νέοι άνθρωποι, πάνω από 9.000 βρήκαν σπίτι απ’ αυτό, το πρόγραμμα ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΩ-ΝΟΙΚΙΑΖΩ και άλλα προγράμματα. Δεν αρκούν μόνο αυτά, γι’ αυτό και σίγουρα θα εξαντλήσουμε όλους τους πόρους και όλες τις δυνατότητες, χωρίς να θέλουμε να τάζουμε προεκλογικά, ούτως ώστε οι προϋπολογισμοί των επόμενων ετών να έχουν μια από τις πρώτες προτεραιότητες, τη στήριξη των νέων ανθρώπων για τη στέγη τους, για το εισόδημά τους. Ένας αριθμός ο οποίος, νομίζω, αποτελεί μια τεράστια κατάκτηση για την κυβέρνηση και για τον κόσμο τα τελευταία χρόνια είναι οι περίπου 400.000 νέες θέσεις εργασίας και σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ έχουμε ρεκόρ, με τους ανέργους να πέφτουν για πρώτη φορά από το 2009 κάτω από 900.000. Παράλληλα, έχουμε αύξηση του κατώτατου μισθού αλλά και του μέσου κατά 20%. Η ακρίβεια δεν μπορεί να μας κάνει να δούμε τις αυξήσεις τόσο καθαρά, αλλά οι αυξήσεις θα μείνουν όταν οι τιμές θα αρχίσουν να υποχωρούν και θα συνεχιστούν, γιατί οι παρεμβάσεις αυτής της κυβέρνησης είναι μόνιμες κατά κανόνα».
Ερωτηθείς γιατί η κυβέρνηση δεν καταργεί τον ΕΝΦΙΑ, ο κ. Μαρινάκης απαντά: «Ο πρώτος πρωθυπουργός μετά από πολλά χρόνια που μείωσε ή κατήργησε φόρους είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Άρα προφανώς και θέλουμε, όσο μας επιτρέπουν τα οικονομικά της χώρας και υπό την προϋπόθεση αυτές οι ενέργειες να έχουν θετική επίδραση στους πολίτες, μόνο να μειώνουμε ή να καταργούμε φόρους. Όσο μας θέλει ο κόσμος δεν πρόκειται να αυξηθεί κανένας φόρος ή να δημιουργηθεί κανένας νέος φόρος. Και μακάρι και να έχουμε και καταργήσεις φόρων. Τον ΕΝΦΙΑ, για παράδειγμα, τον μειώσαμε πάνω από 30% και για όποιον είχε ασφαλίσει το ακίνητό του 40%. Όσον αφορά τη φοροδιαφυγή, δεν είναι δυνατόν 8 στους 10 ελεύθεροι επαγγελματίες να δηλώνουν κάτω από τον κατώτατο μισθό ή κάποιος να έχει 10 εργαζομένους, για παράδειγμα σε μια καφετέρια, οι άνθρωποι αυτοί να πληρώνονται με 830 που πλέον είναι ο κατώτατος μισθός, και εκείνος να δηλώνει τον χρόνο λιγότερα από τους υπαλλήλους του. Δύο είναι οι προϋποθέσεις για να δούμε ακόμα μεγαλύτερες φοροελαφρύνσεις: Αφενός από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και αφετέρου από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μέσα σε 5 χρόνια, έχοντας τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στην Ευρώπη, επιστρέψαμε στα προ κρίσης επίπεδα. Βρεθήκαμε, δηλαδή, εκεί που μας άφησε το πρώτο μνημόνιο. Θα συνεχίζουμε να μεγαλώνουμε την πίτα, θα μειώνονται φόροι και θα αυξάνονται τα εισοδήματα».
Και προσθέτει: «Όπως είχε πει κάποιος στο παρελθόν, είναι ένας άδικος φόρος. Και μάλιστα η δική μας παράταξη το πλήρωσε πολύ ακριβά. Βέβαια, η δική μας παράταξη μετά το ’19 τον μείωσε, δεν τον αύξησε. Νομίζω ότι για να λειτουργεί ένα κράτος πρέπει προφανώς να υπάρχει μια δίκαιη φορολόγηση. Παράδειγμα η προκαταβολή φόρου που ο ΣΥΡΙΖΑ την είχε διπλασιάσει, το γεγονός ότι τη μειώσαμε πάλι εμείς είναι ένας φόρος πολύ άδικος για τους ελεύθερους επαγγελματίες και για όσους τον πληρώνουν. Αλλά νομίζω ότι το βασικότερο είναι να γίνει δικαιότερα σταδιακή μείωση των φόρων όπως περιγράφουμε στο πρόγραμμά μας. Παράδειγμα η αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά που ψηφίσαμε μετά τις εκλογές. Πρέπει η ανάπτυξη της οικονομίας να οδηγήσει σε σταδιακή αποκλιμάκωση των φόρων. Και ο φόρος εισοδήματος πρέπει να μειωθεί. Αλλά, το ξαναλέω, κοστολογημένα, εμείς παίζουμε με ανοιχτά τα χαρτιά μας. Υπάρχουν παρεμβάσεις με το επίδομα μητρότητας. Μια νέα μητέρα, δικηγόρος, αγρότισσα, λογίστρια, μηχανικός, έπαιρνε ένα εφάπαξ επίδομα κάτω από 1.000 αν έκανε παιδί. Τώρα παίρνει 830 επί 9 και επίδομα γέννας 2.400 για ένα παιδί, και παραπάνω αν είναι περισσότερα παιδιά. Είναι 10.000 ευρώ. Αυτά τα λεφτά δεν είναι πανάκεια, δεν θα λύσουν όλα τα προβλήματα μιας νέας μητέρας, αλλά είναι μια σημαντική διαφορά. Αυτό από τι προήλθε; Προήλθε από την απόδοση της οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Καταργήσαμε τον φόρο γονικής παροχής μέχρι τις 800.000 ευρώ. Έχουμε έναν μακρύ κατάλογο μειώσεων φόρων τα τελευταία χρόνια. Το πρόγραμμά μας περιγράφει την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, το οποίο, ήδη μειώσαμε. Πριν από λίγους μήνες, δεν έγινε τόσο γνωστό, μονιμοποιήθηκαν οι προσωρινά μειωμένοι ΦΠΑ σε μια σειρά από προϊόντα και κατηγορίες. Προϊόντα σχετιζόμενα με τη δημόσια υγεία, για τον κινηματογράφο, για τις μεταφορές».
Επιπλέον, απαντά στην ερώτηση εάν τα αναδρομικά των συνταξιούχων θα δοθούν σε όλους στην περίπτωση που το δικαστήριο επιδικάσει υπέρ των δικαιωμάτων τους: «Δεν μπορώ να πω κάτι περισσότερο για την οικονομία μας, από αυτό το οποίο λέει το οικονομικό επιτελείο. Πρώτον, γιατί απεχθανόμαστε τη λογική του μαξιμαλισμού και δεύτερον, γιατί είναι καλύτερο να μιλάς με τις πράξεις σου, παρά με τα λόγια σου. Οι συνταξιούχοι είναι μία από τις κατηγορίες πολιτών, που μαζί με τους νέους, αδικήθηκαν και πλήρωσαν παραπάνω την κρίση. Γιατί στερήθηκαν χρήματα τα οποία τα είχαν πληρώσει. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Είναι σημαντικό ότι βλέπουν, όμως, αυξήσεις μετά από 14 χρόνια ή ότι σταδιακά εξαφανίζεται η προσωπική διαφορά και όσοι έχουν θα παίρνουν το αντίστοιχο επίδομα. Τα αναδρομικά είναι ένα άλλο θέμα, το οποίο έχει να κάνει και με τη δικαιοσύνη. Όταν έρθει εκείνη η στιγμή, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα γίνει το καλύτερο δυνατό, πάντοτε με σεβασμό στις αποφάσεις της δικαιοσύνης και τα δημόσια οικονομικά, για τους ανθρώπους οι οποίοι όλα τους τα χρόνια δούλευαν και πλήρωναν».
Ο κ. Μαρινάκης, σημειώνει, επίσης, ότι δεν ήταν καλή η Συμφωνία των Πρεσπών και τονίζει: «Όχι. Ήταν μια κακή συμφωνία, με την οποία ήμασταν αντίθετοι. Την καταψηφίσαμε. Κάναμε πρόταση δυσπιστίας. Εξαντλήσαμε όλα τα θεσμικά όπλα που είχαμε ως αξιωματική αντιπολίτευση. Σας παραπέμπω τότε στην ομιλία του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σημερινού πρωθυπουργού, ο οποίος δεν ακολουθήσε την τακτική “θα καταργήσω τον ΕΝΦΙΑ” και όταν έγινε πρωθυπουργός τον αύξησε. Ήταν σαφής και κατηγορηματικός για τη Συμφωνία των Πρεσπών: “Εφόσον ψηφιστεί, θα εφαρμοστεί”. Όταν όμως η άλλη πλευρά δεν τηρεί ούτε τα βασικά, δεν σέβεται ούτε τον ουσιαστικό κανόνα μιας συμφωνίας, υπάρχει πρόβλημα. Προς το παρόν, ας δούμε πώς θα συμπεριφερθεί συνολικά η νέα κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας. Κι είναι ανεξήγητη η βιασύνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δηλαδή να απωλέσουμε και τα τελευταία διαπραγματευτικά μας όπλα, που είναι τα μνημόνια που απορρέουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών, ένα εκ των οποίων είναι και η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ; Δηλαδή, εκεί που οι άλλοι δεν κάνουν τα βασικά, εμείς θα τα δώσουμε όλα; Και νομίζω ότι αυτό είναι λίγο στενάχωρο. Θα έπρεπε στο θέμα αυτό, ασχέτως της διαφοράς μας το 2019, να είμαστε όλοι ενωμένοι, απέναντι στην τακτική που ακολουθεί η Βόρεια Μακεδονία. Είναι ένα εθνικό θέμα. Ποτέ μου δεν περίμενα ότι την επομένη αυτής της απαράδεκτης αποστροφής της Προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας θα υπάρχει κόμμα στην Ελλάδα που θα έχει τέτοια ανεξήγητη σπουδή για την υπογραφή των μνημονίων, που ουσιαστικά είναι προς το συμφέρον μιας άλλης χώρας. Έπρεπε να είμαστε όλοι μαζί, να πούμε ότι απαιτείται σεβασμός και από εκεί πέρα, αν δεν υπάρχει αυτός ο σεβασμός, εμείς δεν θα προχωρήσουμε».
Για το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη και αν μας συμφέρει να οδηγηθούμε εκεί, επισημαίνει: «Δεν είμαστε ακόμα σε αυτό το σημείο. Εμείς αυτήν τη στιγμή τι λέμε: Ό,τι λέγαμε το ’19, το λέμε και σήμερα. Ως κυβέρνηση του τόπου αυτού οφείλουμε να σεβαστούμε τη συνέχεια που έχει το κράτος. Δεν αλλάζει η άποψή μας για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν την υπερψηφίσαμε, την καταψηφίσαμε. Οφείλουμε να τη σεβαστούμε ως η επόμενη κυβέρνηση. Περιμένουμε το ίδιο να πράξει και η άλλη πλευρά, γιατί και αυτή έχει καθήκον να σεβαστεί τη συνέχεια του δικού της κράτους. Παρακολουθούμε τις εξελίξεις χωρίς να βιαζόμαστε. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση, επί των ημερών του Κυριάκου Μητσοτάκη, να γίνει οποιαδήποτε κίνηση η οποία θα είναι, έστω και κατ’ ελάχιστον, σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Εμείς πιστεύαμε και πιστεύουμε στο διεθνές δίκαιο. Έτσι λύνονται οι διαφορές. Αυτήν τη στιγμή, όμως, υπάρχει μια συμφωνία, κυρωθείσα και από τις δύο πλευρές, που οφείλουν να την τηρήσουν. Η άλλη πλευρά πρέπει να δείξει ότι σέβεται -για αρχή- τα βασικά της συμφωνίας για να προχωρήσουμε και σε όλα τα υπόλοιπα».
Ακόμη, ο κ. Μαρινάκης απαντά για το ΕΣΥ και τα ράντζα: «Το Εθνικό Σύστημα Υγείας χρειάζεται μια ριζική αναδόμηση. Δυστυχώς, έμεινε πίσω στην πρώτη τετραετία, λόγω της πανδημίας, ενώ άλλοι τομείς, όπως η ψηφιακή διακυβέρνηση, η μείωση των φόρων, η θωράκιση των συνόρων μας, έτρεξαν περισσότερο. Ο στόχος ήταν να αντέξει το ΕΣΥ, να σταθεί όρθιο και να αντιμετωπίσει την πανδημία και κατά συνέπεια έμειναν πίσω πολλά σκέλη της μεταρρύθμισης, γιατί έπρεπε να αντιμετωπιστεί μια πρωτοφανής υγειονομική κρίση. Δεν το κρύψαμε ποτέ αυτό, γι’ αυτό και τώρα οφείλουμε να τρέξουμε με διπλάσια ταχύτητα. Πρώτος και μεγαλύτερος στόχος η στήριξη του ΕΣΥ με διορισμούς. Και ανακαίνιση νοσοκομείων και κέντρων υγείας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Όλα αυτά έχουν ξεκινήσει να γίνονται. Επίσης, όσον αφορά το ΕΚΑΒ, ένα πολύ στοχευμένο πρόγραμμα για μείωση των χρόνων ανταπόκρισης. Προληπτικές εξετάσεις, μην το υποτιμούμε, δεν είναι μόνο τα νοσοκομεία. Αποτελεί μια κατάκτηση και μια παρακαταθήκη. Η υγεία ήταν και είναι η βασική μας προτεραιότητα από το πρόγραμμά μας, έχει ξεκινήσει να υλοποιείται το πρόγραμμα. Σταδιακά βλέπουμε να βελτιώνεται η εικόνα σε κλινικές, υπάρχουν πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν και τα προχωράμε».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μιλά και για την κατάσταση στα μέσα μεταφοράς: «Νομίζω ότι είμαστε δεκαετίες πίσω. Το είπε και σε μια παρουσίαση που έκανε ο υπουργός Μεταφορών, ο κ. Σταϊκούρας, σε ένα από τα πρώτα υπουργικά συμβούλια της δεύτερης τετραετίας, παρουσιάζοντας τον προγραμματισμό για τα νέα λεωφορεία που έχει αρχίσει και υλοποιείται. Η Ελλάδα είναι μια από τις χειρότερες χώρες στην Ευρώπη όσον αφορά στο πόσο γερασμένος είναι ο στόλος των λεωφορείων. Υπάρχει ένας προγραμματισμός, ο οποίος έχει ξεκινήσει και υλοποιείται. Τα πρώτα 250 νέα ηλεκτρικά λεωφορεία βρίσκονται στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, 140 στην Αθήνα, 110 στη Θεσσαλονίκη. Θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα, 1.500 συνολικά μέσα στην τετραετία. Στόχος να αντικατασταθεί ο γερασμένος στόλος και να αυξηθεί ταυτόχρονα. Το μετρό επεκτείνεται, όπως συνέβη στον Πειραιά. Στη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο θα ξεκινήσει η λειτουργία του. Υπάρχει κάτι, σε ένα ζήτημα, που μας πλήγωσε πολύ ως χώρα: Το σχέδιο ανασυγκρότησης του ΟΣΕ και των σιδηροδρόμων. Έχει ολοκληρωθεί το έργο αυτό, με εξαίρεση ένα κομμάτι, το οποίο καταστράφηκε από τον Ντάνιελ, και το οποίο αποκαθίσταται. Κοιτάξτε, σε άλλες χώρες αυτά μπορεί να λύθηκαν πριν από 10-20 χρόνια. Στην Ελλάδα λύνονται τώρα. Υπάρχει διαχρονική ευθύνη για όλο αυτό, αλλά τώρα είναι η ώρα για έργα. Εμείς, λοιπόν, σκύβουμε το κεφάλι, αρχίζουμε σταδιακά και παραδίδουμε λεωφορεία, παραδίδουμε δρόμους, παραδίδουμε δημόσια έργα, τα οποία ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια και ξεπάγωσαν και ελπίζω να τρέξουμε με μια τέτοια ταχύτητα που να καλύψουμε το χαμένο έδαφος, χωρίς πολλά λόγια».
Στην ερώτηση ποιο ήταν το μεγαλύτερο λάθος της κυβέρνησης στα Τέμπη, απαντά: «Δεν θέλω να επιμερίσω ευθύνες. Αυτή είναι δουλειά της Δικαιοσύνης. Όταν έχεις ένα τέτοιο τραγικό συμβάν, υπάρχουν συνολικές ευθύνες. Προφανώς αν υπήρχε καλύτερη κατάσταση στον σιδηρόδρομο, περισσότερα συστήματα ασφαλείας, θα μπορούσαμε να είχαμε, ενδεχομένως, περιορίσει τις συνέπειες ή αποτρέψει το ανθρώπινο λάθος. Η δικαιοσύνη θα επιμερίσει τις ποινικές ευθύνες. Ωστόσο, το γεγονός ότι φτάσαμε το 2019, όταν αναλάβαμε την κυβέρνηση της χώρας, να έχουμε τον ίδιο σχεδόν σιδηρόδρομο με αυτόν που είχαμε όταν ήμουν φοιτητής, αυτό τα λέει όλα. Είναι κάποια πράγματα, τα οποία -δυστυχώς- είναι ντροπή γι’ αυτήν τη χώρα. Ως προς την επικοινωνιακή διαχείριση, κάναμε μια επιλογή συνειδητή εξαρχής: Από σεβασμό στους συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι έχουν κάθε δικαίωμα να επικαλούνται το οτιδήποτε, αφήσαμε την αντιπολίτευση, που έσπευσε να εργαλειοποιήσει τον πόνο τους, να διασπείρει δηλητήριο, ψέματα, θεωρίες συνωμοσίας. Αργήσαμε. Και δημιουργήθηκε καχυποψία στην κοινή γνώμη. Αλλά, δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι θα υπάρξουν πολιτικά κόμματα που θα εργαλειοποιούν τόσο πολύ τον ανθρώπινο πόνο. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα δω έξω από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ πανό με ονόματα νεκρών σαν να είναι κομματικό λάβαρο. Αν ποτέ τολμούσε κάποιος στην Νέα Δημοκρατία να φτιάξει κάτι αντίστοιχο για τους νεκρούς στο Μάτι, θα είχε φύγει την επόμενη στιγμή. Δεν μπορείς να κάνεις πολιτική αντιπαράθεση πάνω σε νεκρούς. Ζητάς από τη Δικαιοσύνη να τρέξει, να αποδοθούν άμεσα ευθύνες. Κάνεις κριτική αν θεωρείς ότι κάτι δεν έχει πάει τόσο γρήγορα στη συνέχεια, όπως κάνουν όλα τα σοβαρά κόμματα σε όλον τον κόσμο. Εκεί, λοιπόν, εμείς, αυτή τη χυδαιότητα δεν έπρεπε να την αντιμετωπίσουμε ήπια, έπρεπε να την αντιμετωπίσουμε πολιτικά με τη δύναμη των επιχειρημάτων μας. Έχουν ειπωθεί “τέρατα” γύρω από τα Τέμπη από την αντιπολίτευση, τα οποία για πολλούς μήνες έμειναν αναπάντητα. Πλέον, τίποτα δεν θα μείνει αναπάντητο».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μετά από σχετική ερώτηση, απευθύνεται και σε εκείνους που λένε ότι η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι η ΝΔ που ήξεραν: «Η Νέα Δημοκρατία ιδρύθηκε το 1974. Εγώ γεννήθηκα το 1988 και λόγω οικογενειακών καταβολών είμαι στη Νέα Δημοκρατία όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Αλίμονο, αν η Νέα Δημοκρατία ήταν η ίδια με εκείνη του ’80 ή του ’90. Ούτε καν η Ελλάδα δεν είναι ίδια. Είναι σίγουρα συνεπής στην ιδρυτική της διακήρυξη και όσοι καλοπροαίρετα ασκούν αυτήν την κριτική και διαβάσουν την ιδρυτική διακήρυξη και το απόσπασμα που λέει “Νέα Δημοκρατία είναι η κίνηση που επιλέγει και συντηρεί από την παράδοση μόνον όσα ο χρόνος απέδειξε σωστά και χρήσιμα. Και προχωρεί διαρκώς με μεγάλα, τολμηρά αλλά και ασφαλή βήματα στις νέες διαρκώς εξελισσόμενες συνθήκες”, θα καταλάβουν πόσο επίκαιρο ήταν τότε που γράφτηκε. Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πιο ενωμένη, πιο ουσιαστικά διευρυμένη, χωρίς να παρεκκλίνει απ’ τις βασικές αρχές της, από τη Νέα Δημοκρατία που είναι σήμερα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση από το να βλέπεις ανθρώπους που μπορεί στο παρελθόν να ήταν ακόμα και σθεναρά απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, να έρχονται εκείνοι σε εσένα, να συστρατεύονται σε ένα κοινό όραμα και να κάνουν στην άκρη επιφυλάξεις που μπορεί να είχαν στο παρελθόν. Εμείς πρέπει να είμαστε γενναιόδωροι με αυτούς τους ανθρώπους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε τι συνέβη στην Ελλάδα το 2010, το 2012, το 2015. Κάποιοι δεν το έχουν καταλάβει ακόμα. Στην Ελλάδα έγινε μία πολιτική -και όχι μόνο- κοσμογονία. Γκρεμίστηκαν πολλές διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, πολλές απολυτότητες έπαψαν να υφίστανται από τη μια μέρα στην άλλη. Ήταν ο πρώτος που το κατάλαβε και ήταν ο πρώτος που σχεδίασε και εκπόνησε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για αυτήν τη μετάβαση. Μένει να δούμε τη συνέχιση αυτού του σχεδίου. Έχω την αίσθηση, από τα πρώτα δείγματα, ότι μόνο καλύτερες μέρες θα ζήσουμε».
Επίσης, μιλάει για το νομοσχέδιο που αφορά την ισότητα στον γάμο και τις αντιδράσεις της Εκκλησίας: «Αντιμετωπίζω με μεγάλο σεβασμό την Εκκλησία, σε προσωπικό αλλά και πολιτικό επίπεδο. Ειδικά, τα δύσκολα χρόνια της πανδημίας έπαιξε αθόρυβα έναν σπουδαίο ρόλο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων της Εκκλησίας, των ιερέων, δεν έχουν καμία σχέση με κάποιες, μειοψηφικές ακραίες αντιδράσεις. Ως γραμματέας του κόμματος γύρισα όλη την Ελλάδα και μου άνοιξαν τις πόρτες των ναών, των μητροπόλεων, σε όλη την Ελλάδα, και άκουσα πολύ σοβαρές προτάσεις για τους πολίτες. Το περίμενα να περάσει αυτό το νομοσχέδιο γιατί γνωρίζω προσωπικά ότι ο πρωθυπουργός δεν θέλει να υπάρχουν πολίτες δύο κατηγοριών. Αντιλαμβάνομαι τις επιφυλάξεις κάποιας μερίδας της κοινωνίας. Τώρα που περνούν οι μήνες και απομακρυνθήκαμε από τα γεγονότα, καταλαβαίνουμε ότι κανένας δεν εθίγη. Μιλούσαμε μόνο για πολιτικό γάμο, σε καμία περίπτωση για κάτι άλλο και τη στιγμή που μπορούσε ένας άνθρωπος να υιοθετήσει ένα παιδί από μόνος του ταυτόχρονα μπορούσε να συνάψει ένα σύμφωνο συμβίωσης, δεν υπήρχε κανένας λόγος να έχουμε παιδιά δύο ταχυτήτων. Πλέον, δύο άνθρωποι, αν θέλουν να υιοθετήσουν ένα παιδί, κρίνονται και οι δύο με τα ίδια κριτήρια που κρινόμαστε όλοι. Ήταν ένα νομοσχέδιο το οποίο έλυσε μια εκκρεμότητα. Σταμάτησε να έχει αόρατα παιδιά. Σταμάτησε να έχει αόρατους ανθρώπους. Και δεν έθιξε τα συμφέροντα κανενός».
Ο κ. Μαρινάκης λέει την άποψή του και για την ΕΡΤ: «Είμαστε πολύ περήφανοι για το γεγονός ότι, επί των ημερών του Κυριάκου Μητσοτάκη, μια δημόσια τηλεόραση, που παρέπεμπε σε έναν μηχανισμό εξυπηρέτησης προπαγάνδας “σοβιετικού τύπου”, μετατράπηκε σε έναν σύγχρονο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό. Και δεν είναι μόνο το Ertflix που κλείνει τέσσερα χρόνια. Είναι το ΕΡΤnews στο οποίο πρέπει να επενδύσουμε ακόμα περισσότερο, αλλά και το αρχείο της ΕΡΤ το οποίο ψηφιοποιείται και θα παραδοθεί ως παρακαταθήκη σε επόμενες γενιές. Επίσης, είναι το πρόγραμμα το οποίο έχει αναβαθμισθεί και είναι αξιόπιστο. Αν δει κανείς τις πολιτικές εκπομπές, την αντικειμενικότητα παρουσίασης των ειδήσεων του 2024 και γυρίσει πίσω στον χρόνο, το 2015-2019, θα καταλάβει ότι μιλάμε για δύο διαφορετικές ΕΡΤ».
Ερωτάται και για την αντίδραση της Μαρίνας Σάττι στη συνέντευξη Τύπου στη Eurovision και απαντά: «Το γεγονός ότι μπορεί να υπήρξαν κάποιες κακές αντιδράσεις από ανθρώπους που στείλαμε να μας εκπροσωπήσουν σε έναν μουσικό διαγωνισμό, χωρίς να σχολιάζω την καλλιτεχνική παρουσία του καθενός, δεν σημαίνει ότι ακυρώνονται τα άλματα που έχει κάνει η δημόσια τηλεόραση επί των ημερών της τωρινής διοίκησης. Όταν ρωτήθηκα απάντησα ότι ναι, όταν πηγαίνουμε κάπου με χρήματα των Ελλήνων φορολογούμενων πρέπει να τα σεβόμαστε και να σκεφτόμαστε ότι εκείνη τη στιγμή εκπροσωπούμε την Ελλάδα και όχι τον εαυτό μας. Και βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν κάνουμε πολιτική μέσω ενός μουσικού διαγωνισμού. Ευτυχώς, η εξωτερική πολιτική ασκείται από αυτούς οι οποίοι έχουν την αρμοδιότητα σε κάθε κράτος. Η Eurovision είναι μουσικός διαγωνισμός».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τοποθετείται και απέναντι στην αρνητική κριτική για την παρουσίαση του διαγωνισμού: «Σίγουρα χρειάζεται να υπάρχει καλύτερη προετοιμασία όταν παρουσιάζεις κάποια ιστορικά γεγονότα ή μια σειρά από ευρωπαϊκά κράτη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι γεννηθήκαμε να τα ξέρουμε όλα ή ότι θα πρέπει να πέσουμε να φάμε κάποιον επειδή μπορεί να μην ξέρει κάτι. Νομίζω κάπου στη μέση είναι η αλήθεια. Μπορεί δικαιολογημένα να ενοχλήθηκε ένα μέρος του κόσμου από κάποια ζητήματα της παρουσίασης, αλλά δεν είναι σωστό να πέσουμε να φάμε έναν άνθρωπο που μπορεί να έκανε ένα λάθος ή να είπε κάτι που εμάς δεν μας άρεσε. Στο τέλος της ημέρας έγινε μια τηλεθέαση ρεκόρ και, όπως προκύπτει, τα έσοδα ήταν πολύ περισσότερα από τα έξοδα κάλυψης του συγκεκριμένου διαγωνισμού. Περισσότερο, νομίζω, να κρατήσουμε ότι δεν κάνουμε πολιτική μέσω της Eurovision και πρέπει να ξέρουμε ότι όποια λεφτά χρησιμοποιούνται για μετακίνηση, για μια παραγωγή ή μια παρουσίαση, είναι από το υστέρημα του καθενός και της καθεμίας, του εργαζόμενου και της εργαζόμενης, και αυτό πρέπει να το σεβόμαστε και να μένουμε στον ρόλο μας. Ας μείνει ο καθένας στον ρόλο του σε αυτήν τη χώρα και σίγουρα θα πετύχουμε πολλά περισσότερα».
Ο κ. Μαρινάκης απαντά και στο ερώτημα εάν η εξουσία απομονώνει τον πολιτικό από την κοινωνία: «Αυτό είναι στο χέρι του πολιτικού. Σίγουρα παραμονεύει αυτός ο κίνδυνος, κάθε μέρα και στιγμή. Και να σε οδηγήσει να ζεις μέσα σε μια δική σου γυάλα και αυτά τα οποία θεωρείς σημαντικά ο κόσμος να τα θεωρεί εντελώς ασήμαντα. Εκεί έχεις αποτύχει. Όσο και να δουλέψεις, όσο καλά και να κάνεις τη δουλειά σου, αυτή δεν έχει καμία αξία. Η άμυνα σε αυτό είναι το να διατηρήσεις τις ανθρώπινες σχέσεις, να έχεις επαγγελματική ιδιότητα, να μην είναι η πρώτη σου δουλειά η πολιτική. Εγώ, ας πούμε, συνεχίζω, παρά το γεγονός ότι δεν μπορώ αυτήν τη στιγμή εκ του νόμου να δικηγορώ, να κρατώ σχέσεις με σημαντικούς πελάτες του γραφείου, τους οποίους διαχειρίζονται οι συνεργάτες μου. Οι φίλοι μου είναι οι πιο αυστηροί κριτές. Η γυναίκα μου, ίσως, η αυστηρότερη. Συνήθως κοιτά να με βλέπει στις συνεντεύξεις και θα ξεκινήσει από το αρνητικό, καλοπροαίρετα, πάντοτε αναγνωρίζοντας τη δουλειά μου και την προσπάθειά μου. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, αν δεν συμβαίνει αυτό, αν είσαι αποκομμένος, δεν έχει καμία αξία αυτό που κάνεις».
Τέλος, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρει και γιατί αξίζει κάποιος σήμερα να ασχολείται με την πολιτική: «Νομίζω ότι σήμερα αξίζει περισσότερο από ποτέ. Είναι ένα “ταξίδι”, το οποίο έχει περισσότερο δύσκολες στιγμές, παρά εύκολες. Και δεν κλαίγομαι, γιατί έχω περάσει από όλα τα επαγγελματικά στάδια και ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι της δικής μου της γενιάς, είμαι 36 ετών, έχουν να αντιμετωπίσουν περισσότερες δυσκολίες στην καθημερινότητά τους. Γιατί, όμως, λέω ότι τώρα αξίζει περισσότερο από ποτέ; Γιατί μετά τα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης, η Ελλάδα πέρασε πολλές μπόρες, φουρτούνες, με ευθύνη όχι μόνο ενός πολιτικού χώρου, δεν το πολιτικοποιώ, και αυτή η πολυετής κρίση μάς έφτασε στο σημείο να σταματήσουμε να ζούμε με αυταπάτες. Οι ταμπέλες και όλες αυτές οι αυταπάτες, έφτασαν στο σημείο πολλούς νέους ανθρώπους, ολόκληρες γενιές, να μη θέλουν να ακούν για την πολιτική. Ο δεύτερος λόγος που ο κόσμος ήταν μακριά από την πολιτική είναι τα προβλήματά του. Δηλαδή, σου λέει ο άλλος “ρε αδελφέ, τι να κάτσω να ασχοληθώ, όταν εγώ, για παράδειγμα, για πάρα πολλά χρόνια δεν μπορώ να βρω το δικό μου σπίτι ή δυσκολεύομαι όταν πάω στο σουπερμάρκετ”. ‘Αρα, για να φέρουμε ανθρώπους κοντά μας πρέπει -για αρχή- να αρχίσουμε να τους λύνουμε ζητήματα καθημερινότητας. Επίσης, βλέποντας τις κρίσεις να απομακρύνονται αργά και σταθερά και κάνοντας την Ελλάδα μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, θα φέρουμε κοντά μας όλο και περισσότερους “κανονικούς ανθρώπους”. Τι εννοώ, για να μην παρεξηγηθώ; Ανθρώπους που έχουν επαγγελματική ιδιότητα, έναν δικηγόρο, έναν γιατρό, έναν αγρότη, έναν λογιστή, έναν δημοσιογράφο. Δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση τα ένσημα, αλλά πιστεύω πολύ στους ανθρώπους της εργασίας. Και χρειαζόμαστε όλο και περισσότερους τέτοιους στην πολιτική».