Οι κενές θέσεις εργασίας σε μια χρονική περίοδο που η ανεργία ανέρχεται σε 13,3% είναι ένα ιδιόμορφο φαινόμενο που αποτυπώνεται στα στατιστικά στοιχεία απασχόλησης της ΕΛΣΤΑΤ και έχει συχνά σχολιαστεί τόσο από τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη όσο και από ερευνητές και παράγοντες της αγοράς. Ιδίως τα δύο χρόνια της πανδημίας οι ελλείψεις προσωπικού ήταν γενικευμένες στον τουρισμό, στην εστίαση, στη μεταποίηση και σε άλλους κλάδους.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το διάστημα Απριλίου – Ιουνίου του 2021 ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας, εξαιρουμένων του πρωτογενούς τομέα και των δραστηριοτήτων των νοικοκυριών, αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 117,8%, δηλαδή σε 12.180 από 5.600.
Ειδικά στην Ελλάδα, όπως αναφέρει το newmoney.gr, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό όχι μόνο υψηλών προσόντων, αλλά και εξειδικευμένους τεχνίτες, όπως χειριστές μηχανημάτων, υδραυλικούς, οξυγονοκολλητές, ψυκτικούς κ.ά.
Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο εν όψει των προβλεπόμενων υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα προσεχή χρόνια και οφείλεται κυρίως στην ελλιπή διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας αλλά και στις χαμηλές αμοιβές.
Ο Μηχανισμός Διάγνωσης Αναγκών της Αγοράς Εργασίας που λειτουργεί στο Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) έχει εντοπίσει εδώ και καιρό τις ελλείψεις.
«Στην κατηγορία υψηλών προσόντων», επισημαίνει ο κ. Σταύρος Π. Γαβρόγλου, επιστημονικός υπεύθυνος του Μηχανισμού και διευθυντής Ενεργητικών Πολιτικών και Διεθνών Δικτύων του Ινστιτούτου, «υπάρχει έλλειψη πληροφορικάριων, κάτι που παρατηρείται παγκοσμίως καθώς η ψηφιακή εποχή έχει κυριαρχήσει σε όλους τους τομείς. Η αιτία, κατά τη γνώμη μου, είναι οι χαμηλές αμοιβές. Δεν μπορούν οι επιχειρήσεις να ζητούν προσωπικό υψηλών ψηφιακών δεξιοτήτων με επταετή εμπειρία και να δίνουν 1.100 ευρώ. Το προσωπικό υψηλών προσόντων πρέπει να αμείβεται με ανταγωνιστικά πακέτα αποδοχών. Αλλιώς θα φύγει στο εξωτερικό. Από τους τεχνίτες λείπουν βοηθοί αρτοποιού, χειριστές ανορθωτικών μηχανημάτων, ηλεκτροσυγκολλητές κ.ά.».
Αναφερόμενος στο νομοσχέδιο για την αλλαγή της επαγγελματικής κατάρτισης που δρομολογεί το υπουργείο Εργασίας ο κ. Γαβρόγλου σημειώνει: «Οι πόροι πρέπει να μεταφερθούν εκεί που αξίζει. Στα επαγγέλματα που έχει ανάγκη η αγορά, με δεδομένο ότι οι ανάγκες έχουν αλλάξει. Θα πρέπει να περάσουν ένα-δυο χρόνια για να στηθούν τα νέα προγράμματα κατάρτισης. Και πάλι δεν θα καλύψουν την πλειονότητα των ανέργων και των εργαζομένων. Σίγουρα 500 άτομα θα βρουν δουλειά. Οι υπόλοιποι;
Αυτοί που ξέρουν πραγματικά ποιες ειδικότητες έχουν ανάγκη είναι οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Αν θέλουν να ανοίξουν ένα κατάστημα e-shop, πρέπει να εκπαιδεύσουν οι ίδιες τους εργαζομένους. Οι επιδόσεις θα εξασφαλιστούν μόνο με ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση. Οι μεγάλες επιχειρήσεις πρέπει να συνεργαστούν με το κράτος και να επωμιστούν μέρος του κόστους. Ωστόσο το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα το 97% των επιχειρήσεων είναι μικρές και δεν μπορούν να επωμιστούν το κόστος».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, στην ελληνική αγορά εργασίας εντοπίζονται ελλείψεις σε: προγραμματιστές, μηχανικούς υπολογιστών, υπαλλήλους εξυπηρέτησης πελατών, εργάτες κατασκευαστικού κλάδου, τεχνίτες παραγωγής προϊόντων, τεχνίτες επισιτισμού, πωλητές, ηλεκτροσυγκολλητές, logistics, υπαλλήλους security, φορτοεκφορτωτές, οδηγούς, διανομείς, χειριστές μηχανημάτων, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, ψυκτικούς, φανοποιούς, ταμίες, βοηθούς λογιστών, υπευθύνους ποιοτικού ελέγχου, τεχνολόγους τροφίμων, μάγειρες, ζαχαροπλάστες κ.λπ.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ, σύμφωνα με την οποία τα επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη ζήτηση στην Ελλάδα είναι τεχνικοί του τομέα της πληροφόρησης και της επικοινωνίας, υπάλληλοι εξυπηρέτησης πελατών, υπάλληλοι καταγραφής αριθμητικών δεδομένων και υλικών, ηλεκτρολόγοι και ηλεκτρονικοί καθώς και χειριστές σταθερών βιομηχανικών εγκαταστάσεων και μηχανημάτων.
«Είναι απορίας άξιον πώς θα ξεκινήσει η χώρα επενδύσεις και μεγάλα έργα χωρίς το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό», αναρωτιέται ο κ. Χρήστος Ιωάννου, διευθυντής Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), και συνεχίζει: «Υπολογίζουμε ότι υπάρχει έλλειψη 20.000 πληροφορικάριων και 20.000 εξειδικευμένων τεχνητών. Για να δουλέψει ο τεχνίτης (π.χ. χειριστής κλαρκ, οξυγονοκολλητής κ.λπ.) χρειάζεται αδειοδότηση που παρέχεται κατόπιν εξετάσεων από τις επιτροπές των περιφερειών. Με τον κορωνοϊό οι ελλείψεις πολλαπλασιάστηκαν γιατί οι επιτροπές καθυστερούσαν πολύ να συνεδριάσουν. Δεν ήταν λίγοι οι επαγγελματίες που αναγκάστηκαν να πάνε στην Τσεχία, στη Γαλλία και την Κύπρο να πάρουν πιστοποίηση η οποία τελικά δεν έγινε δεκτή στη χώρα μας».
«Δεν πληρώνουν»
Μια διαφορετική εκδοχή των κενών θέσεων στον κλάδο των χειριστών μηχανημάτων δίνει ο πρόεδρος της ομοσπονδίας χειριστών Νίκος Ηλιόπουλος. «Οι άδειες ασκήσεως επαγγέλματος εκδίδονται από τις περιφερειακές ενότητες χωρίς καθυστερήσεις. Οι ελλείψεις σημειώνονται γιατί οι επιχειρήσεις δεν πληρώνουν. Θέλουν ο εξειδικευμένος να δουλέψει με τον βασικό μισθό των 600 ευρώ κάνοντας και άλλες δουλειές εκτός από τον χειρισμό μηχανημάτων. Μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Coca-Cola, που πληρώνουν 1.100 ευρώ τον εξειδικευμένο τεχνίτη, βρίσκουν προσωπικό και δεν αναφέρουν ελλείψεις. Προσλαμβάνουν 30 άτομα κάθε Μάρτιο. Οι ελλείψεις εμφανίζονται όταν οι επιχειρήσεις θέλουν να εκμεταλλευτούν το προσωπικό».
«Ελλείψεις καταγράφονται στις ειδικότητες των οξυγονοκολλητών και των ηλεκτροσυγκολλητών, οι οποίες κρύβουν κινδύνους και απαιτούν καλή εκπαίδευση», αναφέρει ο κ. Δημήτρης Καραγεωργόπουλος, γραμματέας Τύπου της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ). «Ωστόσο δεν υπάρχει εκπαιδευτική αλυσίδα για τεχνικά επαγγέλματα στη χώρα μας. Οι υποδομές είναι απομονωμένες».
Στο φαινόμενο της απόστασης ανάμεσα στις δεξιότητες που διαθέτει το εργατικό δυναμικό και στις δεξιότητες που ζητά η αγορά εργασίας έχει αναφερθεί πολλές φορές ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας: «Είμαστε τελευταίοι στην Ε.Ε. ως προς αυτό. Γι’ αυτόν τον λόγο προωθούμε και το νομοσχέδιο για τον εκσυγχρονισμό του ΟΑΕΔ και του συστήματος κατάρτισης στη χώρα, με βασικές αρχές την ποιότητα, την αξιολόγηση και την πιστοποίηση τόσο των παρόχων της κατάρτισης όσο και των καταρτιζομένων. Με βασική φροντίδα τα χρήματα που πάνε στην κατάρτιση να πιάνουν τόπο. Αλλά και η κατάρτιση να γίνει ουσιαστικό εφόδιο για το μέλλον των εργαζομένων και των ανέργων.
Σε αυτή την προσπάθεια θα δημιουργηθούν συνέργειες με τα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 1 δισ. ευρώ και τα οποία θα κατευθυνθούν στην κατάρτιση 500.000 εργαζομένων και ανέργων. Και θα δίνουν έμφαση σε νέες δεξιότητες, όπως οι ψηφιακές και οι “πράσινες” δεξιότητες. Είναι προγράμματα τα οποία θα ξεκινήσουν άμεσα βοηθώντας και αυτά από την πλευρά τους τις επιχειρήσεις να βρουν κατάλληλους εργαζομένους. Αλλά και τους εργαζομένους να βρουν τα επαγγέλματα που αναζητούν».