Την ύπαρξη δύο ταχυτήτων, υψηλής και χαμηλής, στον ελληνικό τουρισμό και συγκεκριμένα στα ξενοδοχεία αρχίζουν να καταδεικνύουν στοιχεία σχετικά με τη μέση πληρότητα και τη μέση τιμή ανά δωμάτιο όπως και σχετικά με τις προτιμήσεις των ξένων επισκεπτών της χώρας.
Ετσι, ενώ στα υψηλότερων κατηγοριών ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας η πληρότητα έχει αρχίσει να προσεγγίζει ή σε περιπτώσεις και να ξεπερνάει τα προ πανδημίας επίπεδα, στα πιο περιφερειακά παραμένει πολύ χαμηλή. Το ίδιο παρατηρείται και στα παραθαλάσσια resort που άνοιξαν ήδη από το Πάσχα, με τα υψηλής κατηγορίας να καταγράφουν πληρότητα της τάξης του 80%-90% τις εορτές και τα χαμηλότερα, αυτά των 2 και 3 αστέρων, να βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και υποδομών και ο ανταγωνισμός με τις βραχυχρόνιες μισθώσεις αναφέρονται στην αγορά ως οι προφανείς αιτίες της υποαπόδοσης των χαμηλότερης κατηγορίας μονάδων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, τον Απρίλιο η μέση πληρότητα στο σύνολο των ξενοδοχείων συνεχούς λειτουργίας διαμορφώθηκε στο 48,7% και σε αυτά των πόλεων στο 51%, όταν διασταυρωμένες πληροφορίες δείχνουν πως στο κέντρο της Αθήνας η πληρότητα άγγιξε το 80%. Τα ίδια στοιχεία δείχνουν πως η μέση πληρότητα στα ανοιχτά ξενοδοχεία στους ορεινούς όγκους της χώρας, χειμερινούς ως επί το πλείστον προορισμούς, διαμορφώθηκε στο 37,7%, όταν την ίδια περίοδο πολλά πεντάστερα αυτής της κατηγορίας κινήθηκαν άνω του 70%-75%, σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς.
Δύο βασικές παράμετροι εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα αυτή: πρώτον, τα τελευταία έτη οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις που μπορούν να πετύχουν συνέργειες και οικονομίες κλίμακας στην εμπορική προώθηση αλλά και στα κόστη ανακαίνισης και αναβάθμισης έχουν προβεί σε εκτεταμένες ανακαινίσεις παρέχοντας ιδιαίτερα ανταγωνιστικές υπηρεσίες στο υψηλότερο εισοδηματικά τμήμα του εισερχόμενου τουρισμού. Την ίδια ώρα, οι μικρότερες επιχειρήσεις, συχνά επιβαρυμένες με σημαντικές δανειακές υποχρεώσεις και σίγουρα χωρίς εύκολη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν αυτή την τάση. Ετσι, εκείνο το τμήμα των ταξιδιωτών που αναζητά χαμηλότερες τιμές απορροφήθηκε από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, εκτιμούν κύκλοι της αγοράς.
Δεύτερον, το σύνολο του διεθνούς τουρισμού στρέφεται σε ολοένα και περισσότερο ποιοτικές υπηρεσίες, ενώ όλο και πιο συχνά επιλέγει ξενοδοχεία με βάση τη φιλικότητά τους και την πολιτική τους σε σχέση με το περιβάλλον. Είναι χαρακτηριστικό πως μελέτη για τον ελληνικό τουρισμό της Alpha Bank, που δημοσιεύθηκε χθες Τρίτη, δείχνει πως τα τελευταία έτη τα ελληνικά ξενοδοχεία γνώρισαν μια «αξιοσημείωτη αναβάθμιση και στράφηκαν σε πιο πολυτελείς μονάδες».
«Αυτό αντικατοπτρίζεται στο αυξημένο μερίδιο των ξενοδοχείων 5 και 4 αστέρων στο σύνολο των ξενοδοχείων, το οποίο έχει διπλασιαστεί από το 2004. Ο μεγαλύτερος αριθμός ξενοδοχείων 5 και 4 αστέρων καθιστά δυνατή την προσφορά υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και την προσέλκυση εύπορων επισκεπτών, επηρεάζοντας θετικά τα έσοδα των ξενοδοχείων», σημειώνει η Alpha Bank. Η αναβάθμιση των ξενοδοχείων στην Ελλάδα έχει επιτευχθεί μέσω της έλευσης μεγάλων διεθνών ξενοδοχειακών ομίλων με ισχυρό brand name. Ωστόσο οι μονάδες 2 και 1 αστεριών εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ του συνολικού αριθμού των ξενοδοχείων.
Μερικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν το μεταβαλλόμενο τοπίο της ξενοδοχειακής βιομηχανίας σε πιο εξελιγμένο και δυναμικό τομέα, ή των δύο ταχυτήτων στην ελληνική ξενοδοχία, σύμφωνα με τη μελέτη της Alpha Bank, είναι τα υψηλότερα ποσοστά πληρότητας σε μεγαλύτερα ξενοδοχεία (>100 δωμάτια) και το γεγονός ότι ξενοδοχεία ανώτερης κατηγορίας (5* και 4*) αντιπροσωπεύουν το ήμισυ της συνολικής προσφοράς κλινών, με το Νότιο Αιγαίο, την Κρήτη και την Αττική να ξεπερνούν 50%.